Κεφάλαιο 1: Φαντάσματα του Παρελθόντος (μέρος 1)

1K 121 60
                                    

Χ

Ξυπνάω από το όνειρο μ' ένα απότομο τράνταγμα. Η καρδιά μου φτερουγίζει άρρυθμα σαν μικρό πουλί εγκλωβισμένο μες στο στήθος μου και ολόκληρο το κορμί μου είναι μουδιασμένο και λουσμένο σε κρύο ιδρώτα. Μένω ασάλευτη για κάμποσες στιγμές προσπαθώντας να αφουγκραστώ, αλλά ο ισχνός ήχος από τους τροχούς που στριφογυρίζουν επάνω στην άσφαλτο και οι ψίθυροι του ανέμου ολόγυρα με καθησυχάζουν.

Ηρεμώ μόλις καταλαβαίνω που είμαι και τι συμβαίνει. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης γλιστρά από τα χείλη μου. «Ουφ!» Δεν βρίσκομαι πίσω σ' εκείνη την απαίσια, κακορίζικη σοφίτα του πατρικού των Βάλενταϊν, αλλά στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου των γονιών μου.

Ω, να πάρει! Οι γονείς μου! Ανακάθομαι αργά και τους κοιτάζω με επιφύλαξη. Άραγε πήραν είδηση ότι είμαι ξύπνια; Και ακόμα πιο σημαντικό, πρόσεξαν ότι τα όνειρά μου παραμένουν ταραγμένα; Περιμένω.

Η μητέρα μου με κοιτάζει μέσα από τον μεσαίο καθρέφτη.

«Πάλι;», ρωτάει.

«Ναι...», μουρμουρίζω μαγκωμένα ενώ σηκώνω το χέρι μου για να σφουγγίσω το κρύο ρυάκι ιδρώτα που κυλάει στο σβέρκο μου.

Και αυτό είναι όλο. Οι γονείς μου δεν λένε κάτι περισσότερο. Μονάχα αλληλοκοιτάζονται για μια σύντομη στιγμή, μια τόσο δα στιγμούλα που όμως φτάνει για να εκφράσει τα πάντα. Την καχυποψία τους, την θλίψη, τον φόβο, όλα είναι εκεί.

Εμένα φοβούνται, το σπλάχνο τους. Και φυσικά γνωρίζω τον λόγο. Φταίει η Μία, αυτό που έπαθε. Το βράδυ του θανάτου της εκείνοι έλειπαν. Είχαν αφήσει τις δυο μας στο σπίτι προκειμένου να παρευρεθούν σε ένα συνέδριο αναφορικά με κάποια έκτακτα μέτρα που όφειλε να λάβει ο δήμος. Παρότι ήμασταν και οι δύο δεκαέξι ετών δεν συνήθιζαν να μας αφήνουν μόνες στο σπίτι. Ως μέλη του δημοτικού συμβουλίου όμως, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρεθούν στην συνάντηση και –συνεπώς- να μείνουν έξω από την τιμημένη οικεία των Βάλενταϊν για το βράδυ. Εκείνο το καταραμένο βράδυ! Αδράζοντας την ευκαιρία η Μία έκανε μερικά τηλεφωνήματα και –τσουπς!- μόλις ο κύριος και η κυρία Βάλενταϊν επιβιβάστηκαν στην πανάκριβη BMW diesel SUV τους, οι φίλοι της χτύπησαν το κουδούνι της εξώπορτας μας.

Η Μία μου είχε συστήσει τους φίλους της στο παρελθόν, τις προηγούμενες φορές που είχε κατορθώσει να τους μπάσει κρυφά στο σπίτι. Ο Τζέηκ ένας Μαυριτανός που έμοιαζε σαν χρήστης ηρωίνης, η Εστέλλα ένα πανκιό με έντονα ροζ καρέ μαλλιά στο χρώμα της τσιχλόφουσκας που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσαν απευθείας εγκεφαλικό στους γονείς μας, και τελευταίος και καλύτερος –ή χειρότερος, εξαρτάται πως το βλέπει καθείς- ο Κάι. Το αγόρι της Μία που με τα αμέτρητα piercings, τατουάζ και τσιγαριλίκια του θα μπορούσε άνετα να στείλει τους γονείς μας στον τάφο μια ώρα γρηγορότερα! Και γιατί αυτό; Χμμμ... Ας πούμε απλά ότι ο κύριος και η κυρία Βάλενταϊν ήταν ιδιαίτερα επιλεκτικοί με το ποιους συναναστρέφονταν τα κορίτσια τους, κι έτσι αυτοί οι τρεις νέοι που έδειχναν να 'χουν μόλις ξεπηδήσει από τα πιο κακόφημα προάστια της πόλης, είχαν ελπίδες να περάσουν το κατώφλι μόνο σαν κλέφτες. Μυστικά.

Το ΚτήνοςWhere stories live. Discover now