Κεφάλαιο 2: Και σ' ένα μέρος βρέθηκα, όπου τίποτα δε λάμπει (μέρος 2)

863 104 140
                                    

X

Όταν σιγουρεύομαι ότι η Μπένετ δεν θα πεταχτεί από πουθενά για να με πλακώσει στο ξύλο πάλι, επιτρέπω στον εαυτό μου να αναλύσει τους άλλους δύο τροφίμους. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που μοιάζουν σαν την ανδρική και την γυναικεία εκδοχή του ίδιου ατόμου.

Στα χλωμά τους πρόσωπα διακρίνονται τα ίδια ίχνη σπάνιας ομορφιάς: Μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, σμαραγδένια μάτια, συννεφάκια από πυκνές χρυσαφένιες φακίδες στις μύτες τους. Ακόμα και στο θέμα του ντυσίματος δείχνουν να μοιράζονται κάποιον κοινό κώδικα ενδυμασίας: απλά, σκούρα ρούχα, παλτά από καστανό δέρμα, μαύρες αρβύλες, φθαρμένα τζιν, φανελάκια παραλλαγής, γκρίζο νάιλον, βαμβακερό κόκκινο. Οι μόνες διαφορές τους έγκεινται στα εξής: Το κορίτσι είναι κοντό μοιάζοντας με ξωτικό, υπερβολικά αδύνατο, με λεπτά χαρακτηριστικά. Το αγόρι είναι πανύψηλο, σίγουρα πάνω από 1,90 και μυώδες, ενώ με τα μακριά μαλλιά του πιασμένα σε μια πρόχειρη αλογοουρά στη βάση του αυχένα του μοιάζει σαν Βίκινγκ. Μια κάθετη ουλή σαν ενθύμιο από μάχη με άγριο ζώο διατρέχει την μια πλευρά του βλοσυρού προσώπου του από το φρύδι του ως το σαγόνι του. Περίεργο...

Τους παρατηρώ με προσοχή και βλέπω ότι με παρατηρούν κι εκείνοι. Τι σκέφτονται, άραγε; ρωτάει ο νευρωτικός, ανασφαλής, καχύποπτος εαυτός μου. Ξέρουν και αυτοί την ιστορία μου; Την έχουν ακούσει στην τηλεόραση ή διαβάσει στο ίντερνετ; Πιστεύουν ότι το έκανα; Ότι σαν τον βιβλικό Κάιν φόνευσα την ίδια μου την αδερφή;

Μην προτρέχεις, βάζω φρένο στο νοερό μου παραλήρημα. Αυτοί οι δύο πιθανότατα δεν έχουν ξανά ακούσει το επίθετο Βάλενταϊν ποτέ τους. Αλλά, φυσικά επειδή η γκαντεμιά μου δεν έχει όρια, το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά σπεύδει να με διαψεύσει: «Γειάααα, δολοφόνε», λέει πρόσχαρα, με χαιρετάει κινώντας μονάχα τις άκρες των δαχτύλων της.

Κατσουφιάζω. Αυτό το αστείο πάγωσε προ πολλού...

Ο Βίκινγκ μου χαμογελάει αχνά, τσιμπώντας στα μουλωχτά το πλευρό του κοριτσιού μπας και το βουλώσει. Προσποιούμαι ότι δεν το προσέχω.

«Μην μουτρώνεις, Βάλενταϊν», με παρακινεί με απρόσμενα χαλαρό ύφος, εντούτοις δεν του ανταποδίδω το χαμόγελο. Κάνω μια γενναία προσπάθεια να αγνοήσω τους τραμπουκισμούς τους και γυρίζω προς την υπάλληλο για να λάβω τις τελευταίες οδηγίες και να φύγω όσο το δυνατόν πιο σύντομα από εκεί. Αρνούμαι να κοιτάξω τους κοκκινομάλληδες, ώσπου τους ακούω να λένε τα ακόλουθα: «Εμείς δεν πιστεύουμε αυτές τις μπαρούφες γύρω από το όνομά σου».

Το ΚτήνοςWhere stories live. Discover now