Κεφάλαιο 3: Με συγχωρείτε, ποια βαθμίδα της κόλασης είναι αυτή; (μέρος 1)

582 95 43
                                    

X

Πήρα την παραμελημένη αλέα που ύστερα από κάμποσες στροφούλες, πετρούλες και λακκούβες έβγαζε στα κτήρια των θαλάμων με τους σκουρόγκριζους τοίχους και τα καγκελόφραχτα παράθυρα. Τους κοιτώνες.

Η Γκουέν δεν με είχε συνοδεύσει, καθώς οι δρόμοι μας χώρισαν τελικά, όταν εγώ αποφάσισα να πάω για ύπνο κι εκείνη στην Βιβλιοθήκη για να βρει τον Μπιλ. Τα βήματά μου με οδήγησαν στην σιδερένια είσοδο και είδα προς μεγάλη μου απογοήτευση πως επάνω της υπήρχε μια μεγάλη, σκουριασμένη κλειδαριά. Φαντάστηκα τον επιστάτη να την κλειδώνει κάθε νύχτα, προκειμένου να εξασφαλίσει πως θα κρατούσε τα ανήλικα αγρίμια μέσα στα κελιά/δωμάτια τους.

Φυλακή με τα όλα του, το Ντέιβις Πλέις, σκέφτηκα και η καρδιά μου βούλιαξε, όχι αστεία!

Τέλος πάντων, έσπρωξα την βαριά πόρτα με τις χοντρές, σιδερένιες αμπάρες και εκείνη υποχώρησε τρίζοντας προς τα μέσα. Οπότε, να με τώρα, διασχίζοντας τον φαρδύ, βαθύ, μαρμάρινο διάδρομο και μπαίνοντας στον πειρασμό να διαγνώσω στον εαυτό μου κατάθλιψη. Παρατηρώ πως δεξιά και αριστερά του μεγάλου, ολόλευκου διαδρόμου παρατάσσονται πόρτες στην σειρά, όπως στους διαδρόμους των ξενοδοχείων. Διαβάζω χαμηλόφωνα τους αριθμούς στις πόρτες που προσπερνώ, έως ότου στέκομαι μπροστά από την πόρτα με τον αριθμό 41.

«Εδώ είμαστε...», μουρμουρίζω στον εαυτό μου, σαν να προσπαθώ να πεισθώ από τον ήχο της ίδιας μου της φωνής. Η πόρτα που ορθώνεται μπροστά μου δεν θυμίζει σε τίποτα την πόρτα του παλιού μου δωματίου. Δεν είναι βαμμένη ή λουστραρισμένη ή λεία... είναι απλά μια παραλληλόγραμμη επιφάνεια στο χρώμα του ροκανιδιού, της οποίας οι κάτω άκρες έχουν φουσκώσει και σκάσει, πιθανώς από την υγρασία. Κάνω ένα άτολμο βήμα μπροστά και αφού ανασύρω το κλειδί που μου έδωσε η Έντνα Ρέζνικοφ από την τσέπη του τζιν μου, το σπρώχνω στην σχισμή της κλειδαριάς.

Το κλειδί γυρίζει, ακούγεται ένα απαλό κλικ, ένα άνοιγμα δημιουργείτε ανάμεσα στην πόρτα και την κάσα της και ετοιμάζομαι να περάσω μέσα. Τότε όμως, ένας ήχος ακούγεται από το εσωτερικό του δωματίου... και παγώνω στην θέση μου.

Κάποιος είναι στο δωμάτιο. Στο δικό μου δωμάτιο! Για μια στιγμή στέκομαι πίσω από την μισάνοιχτη πόρτα, νιώθοντας αναποφάσιστη, αδιαφώτιστη και πέρα για πέρα τρομοκρατημένη. Κάποιος είναι μέσα. Αλλά πώς μπήκε; Και τι θέλει εκεί; Και εγώ; Εγώ πώς πρέπει να πράξω; Να μπουκάρω μέσα με ύφος επικριτικό που λέει τι-δουλειά-έχεις-εσύ-εδώ-ρε; Ή να μην εξωθήσω την τύχη μου και να προβώ σε άτακτη φυγή;

Το ΚτήνοςWhere stories live. Discover now