Κεφάλαιο 3: Με συγχωρείτε, ποια βαθμίδα της κόλασης είναι αυτή; (μέρος 5)

463 86 55
                                    


Βρήκα καταφύγιο στην πλησιέστερη τουαλέτα. Χώθηκα μέσα στο μικρό λυόμενο δωμάτιο και έκλεισα την πόρτα του πίσω μου, προσποιούμενη ότι αυτό αρκούσε για ν' αποκόψω τον εαυτό μου απ' όλους κι απ' όλα. Είδα ότι στην μια άκρη του μπάνιου υπήρχαν δύο καμπίνες με λεκάνες, στην μια εκ των οποίων η πόρτα είχε ξηλωθεί. Αναρωτήθηκα εάν την χρησιμοποιούσε ποτέ κανείς για να κάνει την ανάγκη του μπροστά σε όλους. Απέρριψα την ιδέα και πήγα στην άλλη άκρη του δωματίου. Εκεί απλωνόταν ένας πάγκος με δύο δίδυμους νιπτήρες και έναν ραγισμένο καθρέφτη.

Φυσικά ο τελευταίος αιχμαλώτισε με μιας την προσοχή μου κι έτσι τώρα στέκομαι αποσβολωμένη και παρατηρώ με ορθάνοιχτα μάτια ένα είδωλο που λογικά είναι το δικό μου.

«Θεούλη μου, πώς είμαι έτσι;» τσιρίζω ταραγμένη. Κινούμαι επίτηδες, πλησιάζοντας γοργά τον πάγκο, για να δω εάν το είδωλο στον καθρέφτη θα ακολουθήσει έγκαιρα τις κινήσεις μου. Είναι πράγματι εγώ; Μα ναι, αφού κινείται όταν κινούμαι!

«Μα δεν μοιάζεις με μένα», κατηγορώ την αναμαλλιασμένη μου αντανάκλαση κι εκείνη μου ανταποδίδει βουβά την κατηγορία. Πριν ακόμα έρθω στο Ίδρυμα φανταζόμουν ότι αυτό θα με άλλαζε κάπως, όπως άλλαξε ο πόλεμος τους στρατιώτες στο Αφγανιστάν. Περίμενα πως ύστερα από μήνες θα αποφυλακιζόμουν πιο βλοσυρή, πιο σκληροτράχηλη, ίσως και να είχα γίνει φέτες από τον ασκητικό τρόπο ζωής. Εντούτοις, η επιρροή του Ντέιβις Πλέις επάνω μου είναι ακόμα πιο δραστική. Δεν έχουν περάσει μήνες, μονάχα λίγες ώρες και ήδη δεν με αναγνωρίζω. Το πρωί έμοιαζα με χαριτωμένη, μυρωδάτη μπομπονιέρα από βάφτιση, και δες με τώρα, μοιάζω σαν άστεγη που έχει κολυμπήσει μέσα σε χωματερή. Τα ρούχα μου έχουν καταστραφεί ανεπανόρθωτα, τα μαλλιά μου κρέμονται σαν σάπια φύκια απ' το κεφάλι μου, είμαι παντού πασαλειμμένη με το φαγητό της τρελής και βρωμάω κρεατίλα. Μπιάχ!

Καταπτοημένη αποτραβώ το βλέμμα από τον καθρέφτη και πιάνω δουλειά. Γυρίζω τον κρουνό της βρύσης και της δίνω λίγο χρόνο. Αφού ξερνάει κάμποση σκουριά φτύνει τσουχτερό, παγωμένο νερό. Πατάω το δοχείο του σαπουνιού, προσπαθώντας να ξεβγάλω λίγο από το φαγητό με το φτηνό σαπούνι για τα χέρια. Τρίβω με μανία τα μαλλιά, το πρόσωπο και τον λαιμό μου, έως ότου ο αληθινός μου εαυτός αρχίζει να ξεπροβάλει ξανά.

«Και ιδού!» ανακοινώνω στον καθρέφτη μου με τον παρανοϊκό τόνο της Μπένετ. «Η άσωτη κόρη επιστρέφει!»

Το ΚτήνοςWhere stories live. Discover now