Κεφάλαιο 3: Με συγχωρείτε, ποια βαθμίδα της κόλασης είναι αυτή; (μέρος 4)

570 94 130
                                    

  ✖  

«Λοιπόν, τι λες;» με ρωτάει η Γκουέντολιν Μαρς με την παράξενη ιρλανδική προφορά της, ενώ κατευθυνόμαστε προς την καφετέρια για μεσημεριανό.

Αναστενάζω. «Είχες δίκιο, Γκουέν», απαντώ άτονα. Δεν νομίζω πως έχω ξεπεράσει ακόμα τον πονοκέφαλο που μου προκάλεσε το τρίωρο μάθημα του κύριου Λοκ και ειλικρινά αναρωτιέμαι γιατί στην ευχή δεν έκανε διάλειμμα νωρίτερα. «Τα μαθήματα εδώ πέρα δεν έχουν ψυχή. Αναρωτιέμαι... πώς στο καλό κάθεστε και λύνεται όλες αυτές τις ασκήσεις που μας βάζει ο Λοκ για μετά; Εμένα θα μου πάρει ώρες-»

«Στάκα λίγο». Η Γκουέν αρπάζει τον αγκώνα μου και με κάνει να σταματήσω στην μέση του διαδρόμου που οδηγεί στην καφετέρια. «Θες να μου πεις ότι θα κάτσεις να κάνεις τα homework;» Το κάνει να ακούγεται σαν να είναι κάτι απίθανο.

«Είναι, βέβαια, μερικές εκατοντάδες», μουρμουρίζω. «Αλλά λέω να προσπαθήσω». Δεν θα ήθελα να χάσω το καλό επίπεδο που απέκτησα στο Άσπεν στην Άλγεβρα και την Γεωμετρία. Μου πήρε πολύ καιρό για να φτάσω ως εκεί.

«Χαλάρωσε, ψαράκι», αντιγυρίζει η Γκουέν χαμογελώντας. «Κανείς δεν λύνει τίποτα στο Ντέιβις Πλέις. Κυμαινόμαστε όλοι κάτω από την βάση».

«Ε, λοιπόν», απαντώ προς υπεράσπισή μου. «Αυτό δεν σημαίνει πως ανήκω κι εγώ στον πάτο. Προτιμώ να κάνω την διαφορά μέσα στην τάξη του Λοκ και του κάθε Λοκ. Μπορώ να κάνω την διαφορά».

«Ω», αναφωνεί η Γκουέν με το μικρό της χαμόγελό αμετακίνητο. «Ακούγεσαι σαν προεκλογικό σποτάκι. Παρόλα αυτά, θα την κάνεις την διαφορά, ούτως ή άλλως, Βάλενταϊν, κορίτσι μου. Δεν έχεις ακουστά το: ο Μονόφθαλμος βασιλεύει στους Τυφλούς;»

«Ξέρεις», της λέω. «καμιά φορά δυσκολεύομαι να καταλάβω πότε μιλάτε σοβαρά εσείς οι Μαρς και πότε με ειρωνεύεστε».

«Ιρλανδικό χιούμορ», διατείνεται η ίδια, και οι λεπτοί της ώμοι ανασηκώνονται εν ειδή απολογίας.

Άξαφνα νιώθω ένα τίναγμα στον δικό μου ώμο και γυρίζω επιτόπου να δω τι με χτύπησε. «Αϊ να χαθείς». Ξεφυσάω. «Και με τρόμαξες!»

Είναι ο Κάι. Έχει μόλις φτάσει την Γκουέν κι εμένα και ενώ μας προσπερνούσε με πήρε λίγο σβάρνα. «Σόρρυ, ρε Άντρι» λέει. «Απλά, ε... βρήκα αυτά στην τάξη». Στο χέρι του κρατάει ένα μικρό μάλλινο κουβάρι από άλικο ύφασμα. Του ρίχνω μια φευγαλέα ματιά και συνειδητοποιώ πως είναι οι δικές μου κάλτσες. Αυτές που χάζευα μυξοκλαίγοντας χτες το βράδυ. Ο Κάι συνεχίζει λέγοντας: «Τα είδα να πέφτουν από την τσάντα σου, όταν, ε... σου έκαναν καψόνι οι Αθληταράδες και, ε... ορίστε».

Το ΚτήνοςWhere stories live. Discover now