Κεφάλαιο 11: Δεν θα υπάρξουν άλλα θαύματα εδώ.

475 71 141
                                    


  

Είναι εδώ! Ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ είναι εδώ!

Η ακαρτέρητη επανεμφάνισή του λειτουργεί σαν φιτιλιά μέσα μου που πυροδοτεί πάμπολλες μνήμες, συναισθήματα, σκέψεις... Γιατί γύρισε; Δεν είχε πει ότι θα κρατούσε αποστάσεις; Και γιατί να το κάνει τώρα, σπάζοντας την υπόσχεση;

Δεν βρίσκω καμία απάντηση, βρίσκω όμως μια νέα απορία που έρχεται θαρρείς για να εκτοπίσει όλες τις προηγούμενες. Τον βλέπω ξανά, μου φανερώνεται, σήμερα, ύστερα από έξι ημέρες απόλυτης και αδιατάρακτης απουσίας. Αλλά η παρουσία του σε αυτό το μέρος, ετούτη την στιγμή, είναι μια ενθαρρυντική ή αποθαρρυντική εξέλιξη;

Να χαρώ ή να κοπανίσω το κεφάλι μου στον τοίχο μέχρι να πέσω ξερή;

Τι να κάνω;

Αμφιταλαντεύομαι. «Ε-εσύ δεν εί-είπες ότι θα με περίμενες στις... σκ-σκιές;», ψελλίζω μη μπορώντας να πιστέψω στα μάτια μου. «Ό-όπου ανήκεις;»

Είναι ακριβώς όπως τον θυμάμαι: Χλωμός και ψηλόλιγνος, γεμάτος σκληρούς μύες και οξιές γωνίες στο σώμα του, ασπρόμαυρος σαν ζωντανός σκελετός που ξεπήδησε μόλις από την μεξικανική Ημέρα των Νεκρών. Μπρρρρ...

«Το είπα», παραδέχεται, ενώ ανασηκώνει τους τετραγωνισμένους του ώμους ανέμελα. «Αλλά πόσο να μείνω κι εγώ στις σκιές;», τώρα γουργουρίζει παραπονεμένα με το κεφάλι του να κρέμεται πάνω από το δικό μου, λευκό σαν φεγγάρι. «Είπαμε, περίμενα, περίμενα να με καλέσεις, τον χαβά σου εσύ, εεε, μπούχτισα μες στα μαύρα σκοτάδια της αφάνειας, δεν είμαι και ο Batman».

Σκόπιμα, οπισθοχωρώ θέλοντας να μεγαλώσω την εκμηδενισμένη απόσταση ανάμεσά σε εμένα και το φάντασμα του Βάλχοφ. Παραείμαστε κοντά...

«Και πε-περιμένεις να το χάψω αυτό;», κάνω. Προσπαθώ να καγχάσω απαξιωτικά, αλλά ο καγχασμός μου ηχεί ξεψυχισμένα, τρεμουλιάζει σαν σπαρταριστή ανάσα... Γαμώτο.

«Ποιο;», κάνει τον ανήξερο.

«Ότι έσκασες μύτη επειδή ένιωθες μοναχικά», λέω. «Καημενούλη...»

Για λίγο, δεν κάνει το παραμικρό, μόνο με κοιτάζει εξεταστικά, οργώνοντάς με από την κορυφή ως τα νύχια με το βλέμμα του. «Ναι...», αποφασίζει δήθεν πτοημένος στο τέλος. «Σίγουρα δεν χάρηκες που με είδες. Αν και...», κάνει ένα βήμα προς εμένα, ένα βήμα πιο κοντά μου λες και εάν κολλήσουμε πάλι ο ένας πάνω στον άλλο σαν παραβρασμένες παπαρδέλες, θα μπορέσει να διακρίνει κάτι σε εμένα που να εξηγεί την εχθρικότητα μου. Δεν τον αφήσω να πλησιάσει περισσότερο. Απαντώ κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω. «Δεν καταλαβαίνω το γιατί», μουρμουρίζει.

Το ΚτήνοςWhere stories live. Discover now