Κεφάλαιο 7: Μερικοί το προτιμούν βίαιο (μέρος 3)

476 77 102
                                    


«Αποκλείεται», λέει κάθετα η νοσοκόμα.

«Μα... μα... όμως...», ψάχνω να βρω κάποιο επιχείρημα για να την μεταπείσω, αλλά αδυνατώ να σκεφτώ κάτι.

Το μόνο που κατορθώνω για την ώρα είναι να τραυλίζω, να μετατοπίζω το μπερδεμένο μου βλέμμα από το άδειο μπολ στη δύσπιστη γυναίκα και πάλι πίσω και να και να χάνω τα λόγια μου. «Το αφέ... το αφέψημα... εξαφανίστηκε».

«Αποκλείεται», επαναλαμβάνει. Ακούγεται ανυποχώρητη.

Και δεν την αδικώ.

Είναι έξι το χάραμα, δουλεύει υπερωρίες και καλείται να φέρει βόλτα ολόκληρη την πτέρυγα ανάρρωσης. Είναι εξουθενωμένη. Και σαν να μην της φτάνουν αυτές οι σκοτούρες, έχει κι εμένα, να μονοπωλώ την προσοχή της, να την φωνάζω μες στην μαύρη νύχτα και να ισχυρίζομαι ότι το τσάι μου εξατμίστηκε διά μαγείας.

«Όχι, αλήθεια», επιμένω. «Την μια στιγμή το... άφησα κάτω για να χαζέψω... τα παράθυρα... απέναντι και... και... όταν το ξαναέπιασα στα χέρια μου... το μπολ ήταν... άδειο».

Τα καστανά της φρύδια σουφρώνουν και ενώνονται σε μια ευθεία γραμμή εκνευρισμού. Δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στα λεγόμενά μου. «Δίχως να το έχεις αδειάσει εσύ;»

«Ακριβώς», λέω με στόμφο.

«Και είσαι σίγουρη για αυ-»

«Ναι», την κόβω.

Μου δίνει μια ευκαιρία να αλλάξω γνώμη. «Αντριάννα, κοίταξέ με. Είσαι απολύτως σίγουρ-»

«Ναι», την διακόπτω ξανά. «Ναι, ναι, ναι. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι δεν το ήπια. Θα... θα το θυμόμουν εάν το είχα πιεί. Αλλά δεν το άγγιξα». Τι πρέπει να πω για να την τουμπάρω; «Το ορκίζομαι», συμπληρώνω με κάθε ειλικρίνεια. Σηκώνω τα χέρια μου, σχηματίζω ένα Χ με τα δάχτυλά μου και φιλάω σταυρό. 

Ναι, το ξέρω ότι είναι μια παιδιάστικη χειρονομία χωρίς καμία αξία πειστηρίου. Όμως δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Είμαι απελπισμένη.

Σαν να της έχω δημιουργήσει κάποιο σπαστικό τικ, η γυναίκα αρχίζει να χτυπάει το πόδι της στο πάτωμα. Φλαπ, φλαπ, φλαπ. Κάθε πάτημα είναι πιο δυνατό, πιο θυμωμένο απ' το προηγούμενο. Αρχίζει να χάνει την υπομονή της.

«Δεν υπάρχει κανένας διψασμένος κλέφτης ροφημάτων εδώ πέρα», με διαβεβαιώνει. «Επίσης, οι ασθενείς σε ακτίνα δέκα μέτρων απ' το ράντζο σου είναι σε τόσο δυσμενή θέση που δεν θα μπορούσαν ποτέ να σηκωθούν, να σε πλησιάσουν και να επιδοθούν σε καψόνια και καζούρες. Το πόρισμά μου, λοιπόν, είναι ότι εσύ έκανες το μπολ να στερέψει και απλά δεν το θυμάσαι. Η μνήμη σου δεν το...»

Το ΚτήνοςWhere stories live. Discover now