Κεφάλαιο 5: Μοίρα χειρότερη απ' τον θάνατο (μέρος 1)

499 82 76
                                    


   

Η ώρα είναι οκτώ παρά δέκα το πρωί κι είμαι καθ' οδόν για τις τάξεις. Το κρύο του πρωινού είναι διαπεραστικό και το παγωμένο χορτάρι κριτσανίζει κάτω απ' τα πέλματά μου, όπως κατεβαίνω την πλαγιά. Ουσιαστικά, δεν περπατάω, αλλά αφήνομαι παθητικά στην κατηφόρα να με παρασύρει προς την κατεύθυνση που θέλω. Και αυτό πολύ είναι... αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το περασμένο βράδυ ήταν για μένα μια κόλαση που απομύζησε όλη μου την ενέργεια. Γιατί; Επειδή όταν σταμάτησα, εν τέλει, να απαγγέλω την ωραιοποιημένη ιστορία μου, λούφαξα στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκα.

Και τότε πλάκωσαν οι εφιάλτες. Πίσω από το σφραγισμένα μου βλέφαρα έβλεπα μαύρα κεριά να αναφλέγονται, σκονισμένες πεντάλφες και παλιούς, αραχνιασμένους πίνακες πνευμάτων, μαύρα ροτβάιλερ να ξεγυμνώνουν τα δόντια τους και να σκίζουν τον αέρα με τα κτηνώδη γαμψώνυχα τους, την Μία να χτυπιέται και να ουρλιάζει από το πάτωμα της σοφίτας και το μεγάλο, μοναχικό μάτι του Μάικ Μπαζόφκι να με κοιτάζει διαπεραστικά.

«Ένα παυσίπονο θα 'ταν πρώτης τάξεως πρωινό τώρα...». Η φωνή μου δεν είναι παρά ένα άκεφο, βραχνό μούγκρισμα, καθώς σηκώνω τα χέρια μου και τρίβω τα μηλίγγια μου που σφυροκοπούν με τα δάχτυλά μου. Κατηφορίζω λίγο ακόμα και συναντώ τον Κάι Γκρίνγουντ και τον Τζέηκ Λι.

«Ω, έι, παιδιά», λέω εν είδει χαιρετισμού. «Είστε καλά; Ανησυχούσα. Τι έγινε εχθές; Πώς ξεμπερδέψατε με τον Ίστμαν;»

Αμφότεροι με κοιτάζουν ανόρεχτα. Φαίνονται άγρυπνοι, κουρασμένοι και κάτω από τα μάτια τους υπάρχουν γκριζογάλανες σκιές, ενώ φοράνε τα ίδια ρούχα που φορούσαν εχθές.

«Ορκίζομαι ότι ο Ίστμαν είναι δαίμονας σε μορφή κατσιασμένου γέρου με σκύλο και μαγκούρα για ξεκάρφωμα», λέει ο Τζέηκ μαραζωμένα.

«Όταν μας ξετρύπωσε», ξεκινά να λέει ο Κάι. «Μας έσυρε ως το γραφείο της διευθύντριας, αυτής της χοντρομπαλούς μωρέ, της πως-την-λένε

«Της Κονστάνς Ντέιβις;», μαντεύω. Έτσι δεν είχαν ονοματίσει οι Μαρς και η Έντνα την διευθύντρια προχτές;

«Α, γεια σου», κάνει βαριεστημένα ο Κάι. «Αυτής της μιλφάρας. Και δεν μας άφηνε να φύγουμε αν δεν την έπειθε να μας στείλει στην μπουζού για κάνα εξάμηνο, ο κωλόγερος».

«Τι είναι η μπουζού;», ρωτώ με όλη την εύλογη απορία μιας νεοφερμένης.

«Η απομόνωση, ντε», λέει ο Τζέηκ. «Η Κονστάνς βέβαια δεν μπορούσε να μας πάει στην απομόνωση μόνο και μόνο επειδή ήμασταν στην τάξη κι όχι στα κρεβάτια μας. Οπότε μας υποχρέωσε να κάνουμε κοινωφελή εργασία αντ' αυτού. Αλλά εκεί, ο Ίστμαν, του κάκου, χτύπαγε τον κώλο του κάτω να μας μπουζουριάσει! Τι σκατένιος τύπος!»

Το ΚτήνοςDove le storie prendono vita. Scoprilo ora