Κεφάλαιο 3: Με συγχωρείτε, ποια βαθμίδα της κόλασης είναι αυτή; (μέρος 2)

525 90 34
                                    

  ✖  

Τα πάντα στο δωμάτιο ουρλιάζουν πως δεν είναι το σωστό μέρος για εμένα. Ένα λευκό, ψυχρό, άδειο κουτί με περιβάλλει λες και βρίσκομαι μέσα σε ένα τετράγωνο παγάκι. Υπάρχει μια πλαστική, δίφυλλη ντουλάπα στην μια πλευρά, ένα γραφείο με μια καρέκλα απέναντι, και στο κέντρο ένα κρεβάτι με στραβό, σιδερένιο σκελετό και λερωμένα, γκρίζα σεντόνια. Αυτές είναι όλες κι όλες οι ανέσεις που προσφέρει το κατάλυμα μου. Τέσσερεις γυμνοί τοίχοι χωρίς προσωπικότητα και εντελώς αδιάφοροι. Φυσικά, τα κάγκελα που υπάρχουν πίσω από το μοναδικό παράθυρο δεν είναι ούτε κατά διάνοια το ίδιο αδιάφορα. Γιατί υπάρχουν κάγκελα; αναρωτιέμαι θορυβημένη. Σε τι χρησιμεύουν; Απαγορεύουν σε εμένα να βγω έξω ή εμποδίζουν τους έξω να μπούνε μέσα; Ποιος ξέρει;

Το συναίσθημα που κοχλάζει μέσα μου είναι το απόλυτο μείγμα απογοήτευσης, θλίψης, οργής και αγανάκτησης. Ο κοιτώνας 41 δεν θυμίζει σε τίποτα τα υπνοδωμάτια που είχαν οι κόρες των Βάλενταϊν, πίσω Μονρό. Εκείνα τα υπνοδωμάτια ήταν ζεστά, όμορφα και κοριτσίστικα, σατέν και μεταξωτά, ροζ και χνουδωτά, ζαχαρωτά και αφράτα σαν μαλλί της γριάς. Μοσχομύριζαν τριαντάφυλλο και σανταλόξυλο.

Μα δεν έχω πια πρόσβαση σε αυτές τις πολυτέλειες εγώ...

Πρέπει να αφήσω πίσω μου τα περασμένα μεγαλεία...

Μέχρι την ημέρα της «αποφυλάκισης» μου, έστω...

Η ώρα είναι περασμένη. Λογικά, πρέπει να περιπλανηθώ λίγο στο δωμάτιο, μα δεν θέλω. Δεν έχω καμία όρεξη να ανακαλύψω πόσο τρίζει το σιδερένιο ντιβάνι ή πόσες αράχνες κρέμονται από το ταβάνι.

Η αναμενόμενη συμπεριφορά είναι ν' ανοίξω το κόκκινο σακίδιο μου, και αφού αραδιάσω το περιεχόμενό του στο στρώμα, να κρεμάσω τα ρούχα μου στην ντουλάπα, να στοιβάξω τα τετράδια, τα μολύβια και τα μπιχλιμπίδια μου στο γραφείο και στο περβάζι του παραθύρου, και τέλος να πέσω για ύπνο. Μα δεν θέλω!

Πεισμωμένη όσο ποτέ γονατίζω και μετά κάθομαι ανακούρκουδα μπροστά απ' την κλειστή πόρτα του δωματίου 41. Αρνούμαι να κοιτάξω τον χώρο, και για αυτό επικεντρώνω όλη μου την προσοχή στο κόκκινο σακίδιο, τον μόνο συνταξιδιώτη μου. «Γεια σου», ξεφουρνίζω και πιάνοντας το λουράκι του το σέρνω προς το μέρος μου. Το ανοίγω αργά, ευλαβικά σχεδόν και βγάζω τα πράγματα μου, ακουμπώντας τα προσεκτικά στο πάτωμα ανάμεσα στα πόδια μου. Εδώ, στο πάτωμα, όχι στο μιασμένο με ιδρώτα, κολπικά υγρά και σπέρμα παλιοκρέβατο.

Το ΚτήνοςWhere stories live. Discover now