Ανθρωπιά

33 16 0
                                    

Ξημέρωσε. Όλα ήταν έτοιμα για την κηδεία της μητέρας μου. Καθόμουν στο κρεβάτι του δωματίου μου και έβαφα με ένα κόκκινο μανό τα νύχια των χεριών μου. Αφού στέγνωσαν πήρα την πρέσα και έκανα μπούκλες στα μαλλιά μου. Τέλος φόρεσα το μαύρο φουστάνι που έφτανε μέχρι το γόνατο με μανίκια τριών τετάρτων και λίγη δαντέλα στο κάτω μέρος του. Ήταν της μητέρας μου. Ήθελα να το φορέσω για να νιώθω κοντά της. Ήταν τόσο γελοία αυτή η σκέψη! Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Καμία θλίψη, καμία ενοχή και κανένα δράμα. Μόνο δύναμη και ομορφιά! Αυτή η πτυχή του εαυτού μου, μου άρεσε πάρα πολύ! "Είσαι έτοιμη;" ρώτησε ο Elijah μπαίνοντας στο δωμάτιο μου. "Ναι. Πως σου φαίνομαι;" ρώτησα. "Πανέμορφη όπως πάντα." είπε παρατηρώντας με. "Το ξέρω! Αλλά δεν με νοιάζει η γνώμη σου." απάντησα απωθητικά. Πήρα το μαύρο τσαντάκι σε σχήμα φακέλου και βγήκα από το δωμάτιο. Κατέβηκα τις σκάλες. Όλοι ήταν ντυμένοι στα μαύρα, αλλά κανείς δεν ήταν τόσο όμορφος και ξεχωριστός όσο εγώ! Έριξα μια γρήγορη ματιά σε όλους με ένα αδιάφορο βλέμμα. Ο Klaus με πλησίασε. "Πρέπει να φύγουμε." είπε. "Ωραία! Ας τελειώνουμε και με αυτό!" απάντησα αδιάφορα και βγήκα από το σπίτι.

   Στον χώρο της εκκλησίας όλοι με πλησίαζαν με ένα απαίσιο βλέμμα συμπόνιας και στεναχώριας και μου έλεγαν 'συλλυπητήρια'. Τους απαντούσα ένα 'ευχαριστώ ' και εκεί τελείωνε η μικρή ασήμαντη συζήτηση μας. Δεν με ένοιαζε η συμπόνια του καθενός. Το μόνο που ήθελα ήταν το αίμα που έρεε σε κάθε φλέβα του σώματος τους. Όταν ερχόντουσαν αρκετά κοντά μπορούσα να το μυρίσω καθαρά, αλλά καμία μυρωδιά δεν ήταν αυτή που αναζητούσα. Και τότε.....ήρθε. Μια γυναίκα με πρόσωπο με πολλές γωνίες, καστανά μακριά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Η μητέρα της Hanna. Η μυρωδιά του αίματος της κλόνισε το μυαλό μου! Τα μάτια μου την κοιτούσαν εξεταστικά και σκεφτόμουν πως θα έπινα το αίμα της. Το σχέδιο ήταν απλό. Μπορούσα να ψυχαναγκάσω όλους αυτούς που βρίσκονταν μέσα στο κτίριο. Όμως μετά θα έπρεπε να ασχοληθώ με την φατρία των βρικολάκων που θα με σταματούσαν σίγουρα και θα με κλείδωναν σε κάποιο κελί μέχρι να νιώσω ξανά. Ήταν κάτι που δεν μπορούσα να ρισκάρω προφανώς. Θα έπινα το αίμα της σε ένα ήσυχο και απομονωμένο μέρος. Στο σπίτι της. Είχαν περάσει μόνο δύο δευτερόλεπτα από τότε που κέντρισε το ενδιαφέρον μου, κι όμως είχα σκεφτεί το κατάλληλο σχέδιο για να την εξοντώσω! Χρειαζόμουν μόνο μια επαφή μαζί της. Είδα πως δεν ερχόταν κοντά μου. Έτσι απέφυγα το ανόητο πλήθος που με βομβάρδιζε με την στεναχώρια και την συμπόνια του και πήγα κοντά της. "Γειά σας κυρία Marin." είπα ευγενικά. Με αγκάλιασε. Το κεφάλι μου ακούμπησε στο ώμο της δίπλα από τον λαιμό της. Ήθελα να σκίσω την απαλή μεμβράνη που με κρατούσε μακριά από αυτήν την τόσο γλυκιά μυρωδιά! "Συλλυπητήρια. Λυπάμαι πολύ.." είπε και μου χαΐδεψε απαλά το κεφάλι. Δάκρυσα λίγο. Είχε πλάκα να παίζω θέατρο ειδικά μπροστά στους ανθρώπους. Δεν είχε ιδέα τι ήμουν ή τι πρόκειται να της κάνω και αυτό ήταν το καλύτερο από όλα! Έφυγα από την αγκαλιά της και την κοίταξα στα μάτια. "Ευχαριστώ που ήρθατε. Μετά θα με καλέσετε στο σπίτι σας για να με παρηγόρησετε και όποιος σας ρωτήσει τι λέγαμε θα πείτε ότι με συμπονούσατε. Καταλάβατε;" είπα ψυχαναγκάζοντας την. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα των ματιών της. "Κατάλαβα." απάντησε και έφυγε από κοντά μου.
Ο κόσμος είχε αρχίσει να κάθεται στις καρέκλες της εκκλησίας. Κάθισα σε μια καρέκλα και άρχισε η τελετή. Τα λόγια του πάστορα ήταν σαν παραμύθι για να κοιμηθώ. Και τότε έφτασε αυτή η απαίσια στιγμή που έπρεπε να πω κάτι για την μητέρα μου. Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσα να έλεγα αυτό που ένιωθα αλλά τώρα δεν είχα τίποτα να πω γιατί δεν ένιωθα τίποτα γι αυτήν. Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και πήγα στο κέντρο της αίθουσας μπροστά από το φέρετρο της μητέρας μου. Κοίταξα τον κόσμο μπροστά μου. Όλοι περίμεναν να πω κάτι. Η σιωπή στην αίθουσα μου έδωσε λίγο χρόνο για να σκεφτώ τι θα μπορούσα να έλεγα αν ένιωθα. Πήρα μια βαθιά ανάσα "Ευχαριστώ που ήρθατε. Είμαι σίγουρη πως και η μητέρα μου θα χαιρόταν αν έβλεπε τον κόσμο που έχει έρθει να την τιμήσει." είπα. Κύλισαν κάποια δάκρυα στα μάγουλα μου. Ήμουν πράγματι σαν σταρ του θεάτρου γιατί όλοι είχαν πιστέψει ότι ήμουν στεναχωρημένη! Ήταν το καλύτερο παιχνίδι! "Η μητέρα μου........ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα στην ζωή μου. Ευγενική, δυναμική και πάνω από όλα ανεξάρτητη. Ποτέ δεν με παράτησε και ποτέ δεν με άφησε ανυπεράσπιστη χωρίς να με βοηθήσει...Πάντα ήταν στο πλευρό μου όποτε την χρειαζόμουν...." είπα με στενάχωρο τόνο στην φωνή μου. Ο κόσμος είχε πιστέψει αυτό το παραμύθι. Όμως ήταν ένα ψέμα. Η μητέρα μου ήταν ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο! Αλλά δεν με ενδιέφερε πλέον. Έπρεπε να τελειώσω αυτόν τον γελοίο λόγο. Είχα βαρεθεί. Συνέχιζα να δακρύζω και γύρισα προς το φέρετρο της. "Έγινα δυναμική και ανεξάρτητη και αυτό είναι κάτι που το οφείλω σε σένα μητέρα. Σε αγαπώ Αναπαύσου εν ειρήνη....." είπα. Ο πάστορας με πλησίασε. Τον κοίταξα και είδε την 'θλίψη' στα μάτια μου. Σκούπισα τα δάκρυα μου και κάθισα στην καρέκλα μου. Κοιταξα τον Klaus, τον Elijah και τους υπόλοιπους. Κανείς δεν είχε πιστέψει το παραμύθι μου αλλά δεν με ένοιαζε.

𝑳𝗶եե𝐥ℯ ʂⱳℯℯեWhere stories live. Discover now