Αγάπη

41 8 0
                                    

          979 Βασίλειο της Νορβηγίας

     Ένα μικρό όμορφο ξανθό κοριτσάκι με γαλάζια μάτια έπαιζε σε ένα καταπράσινο δάσος. Η μητέρα της η Ester, μια ξανθιά κοπέλα με γαλάζια μάτια ήταν κοντά της και ο πατέρας της ο Mikle έπαιζε μαζί της. Αργότερα ήρθε και ένα άλλο μικρό αγοράκι
με μαύρα κοντά μαλλιά και καστανά μάτια. "Ελα Elijah! Παίξε μαζί μας!"φώναξε το κοριτσάκι. "Δεν θέλω Freya. Προτιμώ να βλέπω από εδώ." αρνήθηκε ευγενικά. Η Freya συνέχισε να παίζει μαζί τον πατέρα της.
 

  Το βράδυ είχε πάει στο δωμάτιο της για να καληνυχτίσει εκείνη και τον Elijah. Πήγε κοντά την και κάθισε δίπλα της. Είχε ένα ήρεμο και χαρούμενο βλέμμα στα μάτια του. Χαΐδεψε απαλά το δεξί της μάγουλο. Εκείνη του χαμογέλασε γλυκά. "Μπαμπά μην φύγεις αύριο! Δεν θέλω να είσαι μακριά μου!" τον παρακάλεσε. Χαΐδεψε απαλά τα ξανθά μαλλιά της και την κοίταξε με ένα βλέμμα στοργής. "Δυστυχώς πρέπει αγάπη μου. Όμως μην ανησυχείς. Θα γυρίσω σύντομα." είπε με έναν γλυκό γαλήνιο τόνο στην φωνή του. "Σε παρακαλώ μπαμπά!" τον παρακάλεσε ξανά. "Θέλεις να σου πω το παραμύθι πριν φύγω;" ρώτησε ήρεμα. Η Freya κοίταξε τον Elijah δίπλα της που κοιμόταν. "Να ξυπνήσω και τον Elijah για να ακούσει;" ρώτησε. "Άφησε τον καλύτερα. Είναι μικρός και έχει κουραστεί." απάντησε ο Mikke. Η Freya έγνεψε καταφατικά και περίμενε με ανυπομονησία να ακούσει το παραμύθι. "Κάποτε πριν από χρόνια σε ένα μικρό χωριό ζούσε μια οικογένεια. Είχαν μια πανέμορφη κατάξανθη κόρη σαν και σένα. Είχε όμως ένα σπάνιο χάρισμα. Ήταν μάγισσα.
Έτσι την προστάτευαν με κάθε κόστος. Κάθε πρωί πήγαινε στο δάσος και έπαιζε μαζί με τον πατέρα της που τον αγαπούσε πολύ. Το βράδυ ήταν στο σπίτι και μάθαινε ξόρκια μαζί με την μητέρα της. Μια μέρα ο πατέρας της έπρεπε να φύγει μακριά της για να πολεμήσει προστατεύοντας το χωριό της. Εκείνη δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει από κοντά της γιατί φοβόταν πως θα ήταν απροστάτευτη χωρίς αυτόν. Τον παρακαλούσε συνεχώς να μην την εγκαταλείψει μέχρι που εκείνος της είπε: 'Γλυκό μου κοριτσάκι, δεν θα λείψω για πολύ καιρό από κοντά σου. Είναι το καθήκον μου να πολεμήσω και πρέπει να το κάνω. Αλλά να ξέρεις πως όπου και να βρίσκομαι όσο μακριά και να είμαι, πάντα θα γυρίζω σε εσένα.' είπε ο πατέρας και φίλησε απαλά το μέτωπο της κόρης του." είπε με μια γλυκιά και ήρεμη φωνή ο Mikle. Η Freya είχε κοιμηθεί. Την σκέπασε απαλά και φίλησε το μέτωπο της. Απομακρύνθηκε από κοντά της. Την κοίταξε για μια τελευταία φορά πριν φύγει. Το βλέμμα του ήταν γαλήνιο και χαρούμενο. Αγαπούσε και τα δύο παιδιά του αλλά έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία γαι την Freya σε αντίθεση με την Ester που θεωρούσε πως έπρεπε να την απομακρύνει από την οικογένεια.

𝑳𝗶եե𝐥ℯ ʂⱳℯℯեWhere stories live. Discover now