~ Κεφάλαιο Τριακοστό ~

1.7K 111 10
                                    

Πέρασαν την πόρτα και ο έντονος καπνός από τα τσιγάρα και η μυρωδιά του αλκοόλ γέμισαν τα ρουθούνια της.

Περπάτησαν λίγο ακόμα σε έναν άδειο διάδρομο και ύστερα βρέθηκαν μπροστά από μία άλλη πόρτα που οδηγούσε στο κεντρικό μέρος του μαγαζιού.

<<Καλησπέρα αφεντικό >> είπε ένας από τους μπράβους που καθόταν στην πόρτα χαμογελαστός και ο Άρης του ανταπέδωσε.

Η πόρτα μπροστά τους άνοιξε και η μουσική μαζί με τις έντονες φωνές των πελατών γέμισε απότομα τα αυτιά τους ενώ λίγα δευτερόλεπτα μετά οι φωνές ησύχασαν και είχαν πλέον τραβήξει όλα τα βλέμματα του μαγαζιού.

Μόλις το μαγαζί ησύχασε ολόκληρη  η οικογένεια Ρομάνοφ που καθόταν μαζί με  διάφορους άλλους κλειστούς φίλους της οικογένειας γύρισε να κοιτάξει προς την πόρτα με απορία.

Όλα τα μέλη της οικογένειας έμειναν σοκαρισμένα από το θέαμα της Νικόλ δίπλα στον Άρη καθώς πριν λίγες ώρες αγνοούταν.

Έριξαν μια γρήγορη μάτια μεταξύ τους και ύστερα έκρυψαν τα συναισθήματα τους πίσω από ένα χαμόγελο.

Δεν έπρεπε εξάλλου να καταλάβουν οι υπόλοιποι στο τραπέζι τι είχε προηγηθεί.

Άρχισαν να περπατάνε προς το τραπέζι όπου καθόταν η οικογένεια έχοντας μονίμως τα βλέμματα των πελατών πάνω τους ενώ ο Άρης στην διαδρομή χαιρετούσε τους πάντες.

Συγκεκριμένα πάνω στην Νικόλ, πρώτη φορά εξάλλου ο Άρης συνοδευόταν από κάποια γυναίκα δημόσια και ειδικά σε μια τέτοια μέρα που η προσοχή θα ήταν όλη πάνω του.

Πολλές γυναίκες την κοιτούσαν από πάνω μέχρι κάτω με ξινό ύφος ενώ οι άντρες την επεξεργάζονταν πονηρά.

Λίγο πριν φτάσουν στο τραπέζι τύλιξε το χέρι του γύρω από την μέση της προσπαθώντας να κρύψει την ενόχληση του στα πρόστυχα αυτά βλέμματα.

Η Νικόλ γύρισε να τον κοιτάξει και αυτός της χαμογέλασε γοητευτικά.

Έφτασαν μπροστά στο κεντρικό τραπέζι του μαγαζιού όπου κάθονταν οι Ρομανόβ και πρώτοι σηκώθηκαν να τον χαιρετήσουν οι φίλοι του ενώ όλη η οικογένεια κοιτούσε την Νικόλ.

<<Η κοπέλα ;>> ρώτησε ευγενικά η θεία του , Αθήνα ενώ κοιτούσε την Νικόλ χαμογελαστή

Ο Άρης έριξε το βλέμμα του στην Νικόλ και όλοι στο τραπέζι έμειναν σιωπηλοί.

<<Νικόλ Κουζνέτσοφ, χάρηκα>> σύστησε μόνη την εαυτό της μόλις κατάλαβε ότι έπρεπε να μιλήσει.

Omerta:Ο Νόμος της σιωπής Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα