Κεφάλαιο 12

228 16 0
                                    

Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Όχι δεν γίνεται. Χαρά στο απαγορεύω. Σου
απαγορεύω να σου αρέσει αυτός. Είναι απλά ένας ακόμη κάφρος που του αρέσει να παίζει με τις γυναίκες και τις αλλάζει όπως αλλάζει τα πουκάμισα του. Εγώ θέλω κάτι σταθερό να με κάνει να νιώθω ασφάλεια και αγάπη. Κακά τα ψέματα όμως είναι μοντέλο. Το αγόρι των ονείρων κάθε κοριτσιού. Όλες τον θέλουν και με το δίκιο τους. Εγώ όχι όμως. Ετσι δεν είναι; Αλλωστε δεν γίνεται κιόλας. Εγώ τώρα θέλω μόνο να περάσω οικονομικά και τίποτα άλλο. Ισως σκεφτώ να συνεχίσω και την μουσική αλλά δεν ξέρω θα δούμε. Ουφ κουράστικα να σκέφτομαι. Θα πέσω για ύπνο.

Ξημερώνει το αισθάνομαι. Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Δεν μπορώ να σηκωθώ από τι κρεβάτι μου. Πέντε φορές μπήκε α με ξυπνήσει η μαμά μου αλλά μαντέψτε. Εγώ ξανά κοιμόμουν! Την άκουγα να φωνάζει "αντε χαρά μου μεσιμέριασε"
Δεν καταλάβαινα τίποτα εγώ. Τι πόρτες χτυπούσε, τι παράθυρα άνοιγε για να μπει το φως του ηλίου, εγώ μουλάρι.
"Άσε με ρε μάνα να κοιμηθώ παραπάνω μιας που είναι Κυριακή"
Κυριακή; Ωχ το ξέχασα. Πρέπει να σηκωθώ αμέσως. Σηκώνομαι, πλένομαι, ντύνομαι και κατεβαίνω κάτω.
"Για που ρι έβαλες;" ακούω την μαμά μου από την κουζίνα.
"Κυριακή είναι σήμερα. Τι ξέχασες; Αργησα κιόλας. " λέω, παίρνω τα κλειδιά και βγαίνω από το σπίτι. Κάθε Κυριακή πάμε στο νεκροταφείο για να ανάψουμε κερί και το καντιλάκι στο μνήμα του μπαμπά. Απλά την μια φορά πάω εγώ και την άλλη Κυριακή η μαμά. Το κάναμε εναλλάξ. Σήμερα είναι η σειρά μου και έτσι περπατώντας έφτασα. Αφού μπήκα στο εσωτερικό και κατευθύνθηκα προς τον τάφο του μπαμπά μου είδα κάτι περίεργο. Ένας άντρας ήταν από πάνω του και τον κοιτούσε με ένα απλανές βλέμα. Ποιος είναι αυτός και τι δουλειά έχει εδώ; Πλησίασα ώστε να τον δω καλύτερα και αυτό που είδα με ξάφνιασε.
"Τι κάνεις εσύ εδώ;" τον ρώτησα και φαίνεται να τρόμαξε από την εμφάνιση μου. Ήταν αυτός ο τύπος από το μπαρ που πέφτω συνέχεια πάνω του. Αλεξ νομίζω τον λένε.
"Α... Ααα γειά σου Χαρά. Πως και από εδώ;"
"Το ίδιο σε ρώτησα και εγώ μόλις τώρα."
"Εεε... Εγώ ήρθα εγώ λίγο πιο κάτω είναι η γιαγιά μου και...και ήρθα να ανάψω κεράκι." λέει και ξύνει το κεφάλι του. Βρίσκεται σε αμηχανία.
"

Και γιατί έχεις κάτσει πάνω από το μνήμα του πατέρα μου; "
" Ποιο... Ααα μπαμπάς σου είναι; Είδα και εγώ το επίθετο Πέτρου και λέω κάτι μου θυμίζει. Έτσι δεν σε λένε;" Τι τρέχει με αυτόν; Που με ξέρει;
"Που το ξέρεις εσύ;" τι άλλο ξέρει για εμένα;
"Ε... Εσύ μου το είπες χθες. " Περίεργα πράγματα.
" Εγώ; Χθες; "
"Ε ναι πως αλλιώς να το ξέρω; Μάλιστα.
"Εδώ θα κάτσεις;" Δεν θέλω να γίνω αγενής αλλά έχουμε και δουλειές.
"Όχι θα φύγω πριν φύγω όμως αναρωτιόμουν αν θα ήθελες να πάμε για κανένα καφέ μετά, έχει πολύ ωραία μέρα."
"Καλή η ιδέα σου αλλά δεν μπορώ, έχω διάβασμα. "
Στο μυαλό μου έρχονται τα λόγια του Γιάννη να μην έχω πολλά πάρε δώσε με αυτόν. Αν και δεν ξέρω γιατί εγώ θα τον ακούσω.
" Αν είναι έτσι οκ. Ίσως μια άλλη φορά. " Ναι να είσαι σίγουρος.
" Ισως." του απαντάω και επιτέλους κατευθύνεται προς την έξοδο.
Ανάβω εγώ τα κεράκια μου, τα καντιλακια, καθαρίζω και γύρω γύρω τα χώματα που τα έφερε ο αέρας και ξεκινώ για την επιστροφή. Βγαίνω από το νεκροταφείο και ακούω από το πουθενά μια φωνή.
"Μήπως άλλαξες γνώμη;" Όταν λέω από το πουθενά το εννοώ. Πετάχτηκε σαν γάτα μέσα από κάδο όταν ρίχνουμε τα σκουπίδια ο Αλεξ. Πάλι μπροστά μου.
"Αντε να χαθείς ρε, με τρόμαξες." κρατάω την καρδιά μου που είναι έτοιμη να βγει έξω.
"Δεν το ήθελα. Συγγνώμη." Απολογείται.
" εκείνον τον καφέ που λέγαμε, μήπως άλλαξες γνώμη και θες να πάμε;"
"Αφού σου είπα ότι δεν μπορώ. Τι επιμένεις;" Κολλήματα που έχει ο κόσμος.
" Εντάξει τότε. Να σε συνοδεύσω τουλάχιστον μέχρι το σπίτι σου." Δεν πρόλαβα να αρνηθώ και στα αυτιά μου ακούστηκαν ήχοι από λάστιχα αυτοκινήτου να γλιστράνε στην άσφαλτο. Ένα μπλε αυτοκίνητο φάνηκε στον δρόμο. Για μισό. Αυτός είναι ο ξάδελφός μου. Πως βρέθηκε εδώ; Βλέπω το αμάξι να σταματάει μπροστά μας και να βγαίνει από μέσα ένας έξαλλος Γιάννης. Το μόνο που προλαβαίνω να πω είναι ένα "Ωχ"
"Χαρά μπες στο αυτοκίνητο."
"Γιάννη να σου πω. Ο Αλεξ ήθελε μόνο..."
"Ο Αλεξ; Γίνατε και φίλοι τώρα;" Δεν πρόλαβα πάλι να απαντήσω και γυρνάει σε αυτόν.
"Δεν σου είπα ρε να μην την ξανά πλησιάσεις; Τι θέλεις δηλαδή, να δοκιμάσεις τα όρια μου;"
"Γιάννη ακούμε λίγο..." Προσπαθώ να του εξηγήσω αλλά μάταια.
" Δεν ακούω τίποτα και μπες τώρα στο αμάξι." Μου φώναξε; Εντάξει τώρα μπορώ να αρχίσω να ανησυχώ άφοβα. Ο Γιάννης ποτέ δεν μου έχει υψώσει την φωνή του και για να το κάνει πάει να πει ότι είναι εκτός ορίων. Δεν έχω άλλη επιλογή και κατευθύνομαι προς το αυτοκίνητο. Μπαίνω και τους βλέπω από μέσα να μιλάνε έντονα. Μάλωναν δηλαδή. Αχ Θεέ μου κάνε να μην πιαστούν στα χέρια γιατί δεν μπορώ και τα αίματα.
Αφού δεν άκουγα τι έλεγαν και μιλούσαν κανένα δεκάλεπτο, έβαλα μουσική για να περάσει η ώρα. Σε μια στιγμή βλέπω τον Αλεξ να αγριεύει. Κάτσε καλά λυκανθρωπε και μην αγριεύεις στον ξάδελφό μου μην σε ψάχνουν στο άμπερ αλέρτ μετά. Έρχεται ο Γιάννης στο αυτοκίνητο και με το που μπαίνει μέσα κλείνει το ραδιόφωνο.
"Εεε το άκουγα αυτό."
"Χαρά γιατί δεν ακούς ποτέ;" Λέει με σοβαρό ύφος.
"Σε ακούω βρε Γιάννη αλλά..." πάλι δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου.
"Σου είπα ή δεν σου είπα να μην μιλάς με αυτόν;"
"Μου είπες αλλά εγώ δεν...τυχαία τον συνάντησα εδώ."
"Θα αλλάζεις δρόμο όταν τον βλέπεις. "
" Γιατί τι σου έκανε;" θέλω να μάθω.
"Σου είπα τίποτα εγώ ποτέ για τις παρέες σου, σου είπα ποτέ με ποιον να κάνεις παρέα και με ποιον όχι; "
" Οχι. "
" Ωραία. Για να σου τι λέω τώρα πάει να πει ότι έχω έναν λόγο. Με αυτόν σε παρακαλώ μην μιλάς. Με εμπιστεύεσαι; Σου είπα ποτέ τίποτα εγώ για το κακό σου; Όλα για το καλό σου τα λέω."
"Εννοείται σε εμπιστεύομαι. Πάντα. Εντάξει θα προσπαθήσω να τον αποφεύγω."
"Και αν γίνει οτιδήποτε. Αν συνεχίσει να σε ενοχλεί, έρχεσαι σε εμένα κατευθείαν. Εντάξει;"
"Εντάξει." τον διαβεβαιώνω.
"Ωραία! Πάμε τώρα για κρέπα. Κερνάω.
" Ποτέ δεν λέω όχι σε κρέπα. Ειδικά αν είναι και κερασμένη." Του λέω και γελάμε. Βάζει μπροστά την μηχανή και ξεκινάμε για το μαγαζί.




❤️

Υπόθεση καρδιάςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα