Συνάντηση

3.1K 253 18
                                    

Περάσε ένα ήσυχο μεσημέρι με διάβασμα και χουζούρεμα στο άνετο κρεβάτι της και έπειτα το απόγευμα αποφάσισε να πάει στα Αστέρια για μια βουτιά και απογευματινό καφέ.Χρειαζόταν αυτή την ημέρα πριν συναντήσει τη μητέρα της. Ήταν ήδη αγχωμένη για τη συνάντηση μαζί της και το γεγονός πως σκεφτόταν συνέχεια τον Μάνο δε τη βοηθούσε να ηρεμήσει, ίσα ίσα την τρέλαινε χειρότερα. Θαύμασε τα αρχοντικά της Σύρου, τα γραφικά της στενά και έπειτα το βραδάκι
άραξε σε ένα ταβερνάκι κάτω από τις μπουκαμβίλιες και απόλαυσε τη τοπική κουζίνα παρέα με λίγο κρασί. Πολύ λίγο γιατί η αυριανή ημέρα ήταν δύσκολη και δεν είχε καμία διάθεση να ξυπνήσει με θολούρα και πονοκέφαλο. Ήθελε να είναι όλες οι αισθήσεις τις σε εγρήγορση για να καταγράψει τα πάντα και να δει αν η μητέρα της την είχε θυμηθεί επειδή είχε αλήθεια μετανιώσει.
Όταν επέστρεψε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της ήταν αρκετά πιο ήρεμη. Οι βόλτες, η ανεμελιά και το καλό φαγητό είχαν δράσει σαν ηρεμιστικά στη ταραγμένη της διάθεση. Άλλαξε τα ρούχα της, φόρεσε ένα ελαφρύ νυχτικό και έριξε μια ματιά έξω από το μπαλκόνι της πριν ξαπλώσει στο άνετο κρεβάτι της για να ξεκουραστεί.

Το σπίτι το βρήκε σχετικα γρήγορα, δεν απείχε πολύ από το λιμάνι και προσανατολίστηκε εύκολα.
Ένα διώροφο νεοκλασικό, με μικρό κήπο, βαμμένο στο χρώμα της μέντας. Αυτό ήταν το σπίτι που διάλεξε η μητέρα της για να αποκαλεί σπίτι, όταν τους εγκατέλειψε. Το κοίταξε σαν να ήταν ζωντανή ύπαρξη, σαν να της είχε αρπάξει τη μητέρα της το ίδιο το κτίριο.
Δίστασε μια στιγμή μπροστά στη λευκή πόρτα. Έπειτα αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, χτύπησε το κουδούνι.
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα που της φάνηκαν αιώνες και έπειτα άκουσε από μέσα βήματα και πνιχτές ομιλίες.
Τελικά, η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι φάνηκε η μητέρα της. Θα την αναγνώριζε αμέσως πάρα τα 15 χρόνια που είχε να τη δει. Τα ξανθά της μαλλιά παρέμεναν σγουρά και μακριά όπως τα θυμόταν μόνο ίσως πιο ξανθά, ίσως να τα έβαφε πια,είχαν περάσει τα χρόνια. Φορούσε ένα κοκτέιλ φόρεμα με μοτίβα λουλουδιών και έμοιαζε κομψή σαν φιγουρίνι. Χαμηλές γοβιτσες με τετράγωνο τακούνι συμπλήρωναν τη κομψή της εμφάνιση.
Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, αμήχανες σαν ξένες. Και ίσως και να είχαν γίνει πια, τόσα χρόνια που ήταν χωριστά.
Τελικά η μητέρα της έσπασε πρώτη τη σιωπή:
"Γλυκό μου κορίτσι, ολόκληρη γυναίκα είσαι πια!Αν σε έβλεπα κάπου έξω δε θα σε αναγνώριζα, άλλαξες πολύ" είπε χαμογελώντας
" Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά, μου έλειψες" είπε και προχώρησε προς το μέρος της της αγκαλιάζονταν την. Μύριζε γιασεμί, η γνωστή μυρωδιά της ανάμνησης της.
Η Νόρα έμεινε ακίνητη σαν ξύλο και απλά δέχτηκε την αγκαλιά σαν να μην είχε κανένα συναίσθημα. Έπειτα η μητέρα της την οδήγησε στο εσωτερικό του σπιτιού και έκλεισε πίσω της τη πόρτα.
"Πέρασε πέρασε, θα ενημερώσω τη Σοφία να μας φτιάξει καφεδάκια. Τι καφέ προτιμάς;"
Η Νόρα προτιμούσε τον ελληνικό και έτσι η μητέρα της ζητώντας συγγνώμη αποσύρθηκε μια στιγμή στη κουζίνα.
Κοίταξε γύρω της το σπίτι κατά γράφοντας κάθε λεπτομέρεια γύρω της. Όμορφα διακοσμημένο σπίτι, λιτό με λευκά χρώματα και παστέλ λεπτομέρειες. Η μητέρα της προφανώς είχε παντρευτεί κάποιον που είχε οικονομική άνεση. Κάποιον που δεν ήταν σαν τον πατέρα της. Ή μάλλον κάποιον που δεν ήταν σαν τον πατέρα της πριν του χαμογελάσει η τύχη.
Άκουσε τα τακούνια της και σύντομα την είδε να επιστρέφει.
Έκατσε δίπλα της και της μίλησε ήρεμα.
"Ο Δημήτρης ο άντρας μου λείπει σήμερα στην Νάξο για κάποιες δουλειές με το γιο του και την αδερφή σου. Θα τους γνωρίσεις αύριο αν έρθεις μαζί μας στη ταβέρνα που έχει η αδερφή του Δημήτρη.Σκεφτήκαμε πως θα ήταν ωραία να φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια.
" Ωραία θα ήταν, θα το δούμε για αύριο. Όμως συγχώρεσε με άλλα είμαι λίγο καχύποπτη με όλα αυτά. Έχω να μάθω νέα σου 15 χρόνια. Ο μπαμπάς πέθανε πέρσι και εσύ δεν εμφανίστηκες καν, έστω να μου τηλεφωνήσεις για συλλυπητήρια και τώρα μου ζητάς να γίνουμε οικογένεια. Ήμασταν οικογένεια. Τώρα είμαι απλώς μια παρείσακτη. Το ξέρεις κι εσύ. Και είμαι σίγουρη πως έτσι νιώθουν και τα παιδιά σου. Τι θα σκέφτονται για μένα; Σίγουρα θα τους είναι τρομερά δυσάρεστο να εμφανίζεται ξαφνικά μια αδερφή από το πουθενά. Δε ξέρω, ίσως ήταν λάθος που ήρθα "
Η μητέρα της τη κοίταξε και δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλα της.
" Το ξέρω πως δε θα με πιστέψεις αλλά δεν έπαψα να σε σκέφτομαι. Είχα πάρει κάποιες φορές τον πατέρα σου και μάθαινα για σένα. Όταν ο πατέρας σου κέρδισε το Τζόκερ, ηρέμησα λίγο, ήξερα πως θα ζήσεις καλύτερα πως θα μπορούσες να κάνεις τα όνειρα σου πραγματικότητα.
"Κι έτσι με άφησες επειδή ο μπαμπάς κέρδισε το Τζόκερ. Οπότε είχα λεφτά γιατί να έχω και μητέρα, σωστά;
Έλα τώρα πες την αλήθεια, μας βαρέθηκες, ήθελες κάτι καινούργιο"το ήξερε πως γινόταν μελοδραματική αλλά ήθελε όσο τίποτα να μάθει επιτέλους την αιτία που την είχε σπρώξει να τους εγκαταλείψει.
"Ο,τι και να σου πω, δε μπορώ να αποδείξω τίποτα πια, ούτε αν ενδιαφερόμουν ούτε αν βασανιζόμουν που δεν σε είχα. Αλλά η αλήθεια είναι πως γνώρισα τον Δημήτρη και τον αγάπησα. Με έκανε να νιώσω πολύ διαφορετικά απο οτι ο πατέρας σου. Και ήμουν πολύ νέα όταν άφησα τον πατέρα σου, ήμουν 33 χρόνων. Δεν ήμουν ποτέ φτιαγμένη για να μένω στο σπίτι και να ασχολούμαι με το νοικοκυριό. Και ο Δημήτρης ήταν μια σωτηρία. Δεν μπορώ να σου πω κάτι περισσότερο, αυτή είναι η αλήθεια. Όσο για τα παιδιά, δεν έχουν πρόβλημα, ήξεραν πάντα την αλήθεια και γνώριζαν πως θα έφτανε αυτή η στιγμή. "
Η Νόρα σκούπισε τα υγρά της ματιά και πίεσε τον εαυτό της να ηρεμήσει να πάρει μερικές ανάσες.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σαλόνι η οικιακή βοηθός, η Σοφία και αφού χαιρέτησε διακριτικά, άφησε το δίσκο με τους καφέδες και τα λουκουμια στο τραπέζι και εξαφανίστηκε σαν να ήταν πλάσμα που είχε γεννήσει απλώς η φαντασία τους.
Η πρώτη συζήτηση είχε γίνει. Ένιωθε καλύτερα που είχε πει στη μητέρα της κάποια πράγματα που κρατούσε χρόνια παγιδευμένα μέσα της. Έπρεπε να ειπωθούν  για να φύγει ένα βάρος από πάνω της και να ανακουφιστεί μετά από χρόνια απογοήτευσης και αυτοαμφισβήτησης.
Σταδιακά η συζήτηση εξομαλύνθηκε και άρχισαν να κουβεντιάζουν για τις ζωές τους.
Όταν η συζήτηση ήρθε πάλι στην οικογένεια της Ελένης(της μητέρας της Νόρας) εκείνη χαρούμενη σηκώθηκε και έφερε το πορτοφόλι της από τη τσάντα και έβγαλε μια φωτογραφία που με ενθουσιασμό έδειξε στην Νόρα.
"Τα albums τα έχω πάνω αλλά έχω αυτή τη φωτογραφία απο το Πάσχα που ήμασταν όλοι μαζί" της έδωσε τη φωτογραφία και η Νόρα κοίταξε το χαρτί με περιέργεια. Και τότε , το μόνο πράγμα που κάλυψε όλη τη φωτογραφία σαν μια σκοτεινή μουτζούρα χωρίς λογική, ήταν ένα πρόσωπο που ήξερε πολύ καλά: ο Μάνος χαμογελούσε πλατιά δίπλα στον πατέρα του.

(τι κάνετε; ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο, φρόντισα να είναι και μεγαλύτερο για να μάθουμε λεπτομέρειες για τη συνάντηση μαμάς και κόρης ! Το ξέρω πως το συγκεκριμένο έχει πιο πολύ να κάνει με την μητέρα της Νόρας αλλά έρχονται πολλά! Αν σας άρεσε περιμένω σχόλια και αστεράκια!

Αγάπης πόλεμοςWhere stories live. Discover now