Τα Κλειδιά (Επίλογος - Με Αλλαγές*)

3.4K 203 39
                                    

Με τα χέρια δεμένα η Νόρα ήξερε πως δεν είχε πολλές επιλογές. Ήταν στο κάτω πάτωμα και έτρεχε παγιδευμένη ψάχνοντας να βρει τρόπο διαφυγής.
  Από τον επάνω όροφο μπορούσε να ακούσει την Ελένη να χτυπάει λυσσασμένα την πόρτα του δωματίου προσπαθώντας να την ανοίξει.
  Η Νόρα έτρεμε ολόκληρη, τα ρούχα της ήταν γεμάτα σκόνη και αίμα από την πάλη στο επάνω δωμάτιο και η αίσθηση του κινδύνου δυνάμωνε. Ήξερε πως έπρεπε να σωθεί αλλά όσο έμενε σε αυτό το σπίτι, κινδύνευε να χάσει ακόμη και τη ζωή της.
   Καθώς ο θόρυβος στο επάνω πάτωμα ακουγόταν όλο και πιο έντονος, μια ξαφνική σκέψη πέρασε από το μυαλό της. Αν η Ευριδίκη είχε κλειδί για το σπίτι; Αν είχαν συναντηθεί εδώ και άλλες φορές με την Ελένη; Έτρεξε στην είσοδο και κάτω από το αχνό φως άρχισε να ψάχνει με αργές και μουδιασμένες κινήσεις μια τσάντα που κρεμόταν στον καλόγηρο της είσοδου. Τη θυμόταν τη τσάντα, την είχε μαζί της η Ευριδίκη σε μερικές από τις εξόδους της. Έκανε τη τσάντα άνω κάτω και ενώ μέσα εκεί υπήρχαν τα πάντα, το μόνο που δεν βρήκε ήταν το κλειδί της εξόδου. Αν βέβαια η Ευριδίκη είχε κλειδί και το είχε φέρει μαζί της απόψε.
  Αν δεν ήταν εδώ η μόνη εναλλακτική ήταν να το έχει μαζί της πάνω της. Η ιδέα του να ψάξει το πτώμα της Ευριδίκης την έκανε να νιώσει αηδία αλλά ήξερε πως δεν είχε και άλλη λύση.
  Έπρεπε να απομακρύνει την Ελένη από το δωμάτιο και να μπει μέσα κλειδώνοντας για να ψάξει τα κλειδιά της κεντρικής εισόδου.
Ανέβηκε όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα τη σκάλα που όμως ετριξε ελαφρώς κάτω από τα βήματα της.
Πρώτη της δουλειά ήταν να μπει στο δωμάτιο που κάποτε ήταν η τουαλέτα της γιαγιάς της. . Το συγκεκριμένο δωμάτιο επικοινωνούσε εσωτερικά με το υπνοδωμάτιο των παππούδων της. Ξεκλείδωσε την ενδιάμεση πόρτα και έφυγε από το δωμάτιο κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
Έφτανε σιγανά έξω από τη πόρτα όπου βρισκόταν κλειδωμένη η Ελένη μαζί με την Ευριδίκη και μπορούσε να διακρίνει πως η πόρτα ήταν έτοιμη σχεδόν να σπάσει από τα χτυπήματα.
  Έβαλε το κλειδί στη πόρτα και η Ελένη σταμάτησε να τη χτυπάει. Επικράτησε σιωπή καθώς η Νόρα γύριζε το κλειδί στη πόρτα και έφευγε τρέχοντας για το διπλανό δωμάτιο, το υπνοδωμάτιο των παππούδων της.
  Μπήκε μέσα και κλείδωσε ενώ πρόλαβε να δει τα ξανθιά μαλλιά της Ελένης να ξεχύνονται στο διάδρομο καθώς εκείνη έκλεινε τη πόρτα δίπλα της.
Η Ελένη απέξω γελούσε πλέον με άνεση :
"Είμαι αρκετά μεγάλη για τέτοιες σαχλαμάρες μικρή μου. Κάτσε εκεί, που θα πάει θα βγεις.. Και τότε θα τα πούμε.Εγώ απλώς θα σε περιμένω"
Καθώς την άκουγε να γελάει η Νόρα ήξερε ήδη τι έπρεπε να κάνει. Πέρασε βιαστικά από το δωμάτιο που κάποτε κοιμόντουσαν οι παππούδες της, στο χώρο όπου ετοιμαζόταν η γιαγιά της πριν εμφανιστεί οπουδήποτε.
  Για καλή της τύχη, το η πόρτα του δωματίου αυτού ήταν δίπλα στο υπνοδωμάτιο της Ελένης. Αν ήταν λίγο γρήγορη, θα την αιφνιδίαζε και θα έμπαινε στο δωμάτιο για να ψάξει για τα κλειδιά. Από το μυαλό της πέρασε το δυσάρεστο ενδεχόμενο να μην είχε η Ευρυδίκη δικά της κλειδιά αλλά προσπάθησε να μην το σκέφτεται. Ήταν η μόνη της ελπίδα.
  Πλησίασε την λευκή πόρτα και κόλλησε το αυτί της στην επιφάνεια της. Τίποτα δεν ακουγόταν στο διάδρομο. Νεκρική σιγή. Αν ήταν λίγο τυχερή, θα απείχε περίπου δύο πόρτες από εκεί που στεκόταν η Ελένη.
Άνοιξε γρήγορα τη πόρτα και πρόλαβε να την δει στην άκρη του διαδρόμου, εκεί που ξεκινούσε η σκάλα. Προφανώς δεν περίμενε πως η Νόρα θα έβγαινε τόσο γρήγορα και σίγουρα όχι από το συγκεκριμένο δωμάτιο.
Η Νόρα ήξερε πως θα προλάβαινε. Ήταν πολύ πιο κοντά στο δωμάτιο της Ελένης. Μπήκε μέσα, κλείδωσε τη πόρτα και σωριάστηκε κουρασμένη δίπλα στο πτώμα της Ευρυδίκης.
  Τα δεμένα χέρια της την πονάω και το σχοινί είχε κάνει έντονα σημάδια στο δέρμα της. Παραδόξως δεν ήταν τόσο σφιχτοδεμένα και αυτό την είχε βοηθήσει πολύ μέχρι τώρα. Ευτυχώς ο Σπύρος δεν είχε δώσει τοση προσοχή όταν την έδενε.
   Έσκυψε δίπλα στην Ευριδίκη και ένιωσε τη καρδιά της να παγώνει. Το μπλε σακάκι της ήταν καλυμμένο με αίματα αλλά η Νόρα γνώριζε πως έπρεπε να ψάξει, δε γινόταν αλλιώς.
Αργά, έψαξε τις τσέπες του χωρίς να βρει τίποτα και ενώ είχε αρχίσει να χάνει την ελπίδα της, άκουσε κάτι σαν μέταλλο να κουδουνίζει στην πίσω τσέπη του παντελονιού της Ευρυδίκης.
Ήταν όντως ένα κλειδί. Περασμένο σε έναν κρίκο. Φαινόταν καινούργιο αλλά η Νόρα μπορούσε να το αναγνωρίσει. Είχε το ίδιο κλειδί και η ίδια. Η έμπνευση της λοιπόν ήταν σωστή.
  Έκρυψε το κλειδί στο εσωτερικό του μπούστου της γιατί δεν το φόρεμα πού φορούσε δεν είχε τσέπες και έπειτα σκέφτηκε πως έπρεπε να βγει έξω. Έπρεπε να βρεθεί και πάλι πρόσωπο με πρόσωπο με την Ελένη και να την κερδίσει.
  Οταν βγήκε στο διάδρομο η Ελένη δεν ήταν εκεί. Η Νόρα κοίταξε γύρω της φοβισμένη αλλά όταν ήταν παράξενα ήσυχα.
Κατέβηκε τη σκάλα και την είδε μπροστά της ξαφνικά σαν να ήταν φάντασμα.
"Θα τελειώσει αυτό το κρυφτούλι;" "τη ρώτησε και τώρα ήταν θυμωμένη.
" Θέλεις μήπως να κάτσω να με σκοτώσεις; " η φωνή της Νόρας έσπασε καθώς έλεγε τις παραπάνω κουβέντες.
" Γλυκό μου κορίτσι είναι ο μόνος τρόπος...Δε το βλέπεις; Έτσι κι εγώ παίρνω τα λεφτά και δε μπαίνω φυλακή. Καυγάς μεταξύ αντιζήλων θα πούνε και θα λήξει το θέμα. Τη σκότωσε και μετά αυτοκτόνησε ή κάτι τέτοιο.. Και όλα μέλι γάλα" της χαμογέλασε σαν να της διηγούνταν κάποιο παραμύθι.
Έβγαλε πάλι το όπλο της και το έστρεψε προς το μέρος της.
Η Νόρα όμως τώρα ήταν σίγουρη. Δε θα την σκοτωνε έτσι απλά. Αν ήθελε η αστυνομία να πιστέψει πως η Νόρα χτύπησε την Ευρυδίκη και αυτοκτόνησε, τότε έπρεπε να την πυροβολήσει από πολύ συγκεκριμένο σημείο. Δε θα της έριχνε έτσι απλά. Και έτσι πήρε θάρρος για να κλωτσήσει δυνατά το χέρι της μητέρας της και να ρίξει εκείνη και το όπλο της στο πάτωμα δίπλα στο τζάκι.
Η  Νόρα άρχισε να τρέχει καθώς πάλευε να βγάλει το κλειδί από το μπούστου του φορέματος της.
Έβαλε το κλειδί στη πόρτα και ταίριαζε. Είδε την Ελένη να πιάνει και πάλι το όπλο ουρλιάζοντας το όνομα της αλλά ήταν ήδη αρκετά μακριά της όταν η Νόρα άνοιγε την πόρτα και έβγαινε από το προγονικό αρχοντικό της.
Βγήκε έξω, έκλεισε τη πόρτα πίσω της  και άρχισε να τρέχει ενώ ένιωθε πως έχανε σιγά σιγά τις δυνάμεις της και πως δυνάμωνε σταδιακά ο πόνος στα χέρια της.
  Η μητέρα της είχε βγει κι εκείνη και την ακολουθούσε αλλά ενώ η Νόρα καταλάβαινε πως θα λιποθυμούσε από την αδυναμία, είδε μπροστά της να σταματάνε αυτοκίνητα και άκουσε τις σειρήνες της αστυνομίας.
  Λίγο αργότερα, έπεφτε στην αγκαλιά του Μάνου που δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε καταφέρει να τη βρει ζωντανή. Όταν έμαθε πως η Ευριδίκη ήταν νεκρή, αγκάλιασε ακόμη πιο σφιχτά την Νόρα καθώς περίμεναν το ασθενοφόρο να έρθει για να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο του νησιού και να τη βοηθήσουν να επανέλθει προτού δώσει κατάθεση.
  Η Ελένη πέρασε από μπροστά τους με δύο αστυνομικούς να τη συνοδεύουν φορώντας χειροπέδες.
"Νίκησες" της φώναξε και την κοίταξε με έντονο βλέμμα καθώς οι αστυνομικοί της έκαναν νόημα να σωπάσει και να μπει στο αυτοκίνητο για να την οδηγήσουν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής.
"Όχι δε νίκησα γιατί δεν έπαιζα. Εσύ έχασες. Παίζοντας μόνη σου.
Και σε λυπάμαι γι' αυτό" της απάντησε η Νόρα δυνατά σαν να της απαντούσε εκ μέρους όλων όσων είχαν χαθεί παίζοντας χωρίς να το ξέρουν σε αυτή την άρρωστη παρτίδα σκάκι.
Η Ελένη έσφιξε το σαγόνι της και υπερήφανα μπήκε στο περιπολικό. Δε κοίταξε ξανά πίσω της, ήταν αρκετά έξυπνη για να καταλάβει πως θα πλήρωνε πολύ ακριβά το σχέδιο της που ναυάγησε.
Η Νόρα έμεινε αμίλητη στην αγκαλιά του Μάνου, τρέμοντας. Δε μπορούσε να ελέγξει τότε χτύπους της καρδιάς της και την ταραχή της που δεν έλεγε να κοπάσει.
"Μου υπόσχεσαι πως δε θα με αφήσεις ποτέ ξανά;" τον ρώτησε αδύναμα η Νόρα καθώς έκρυβε το πρόσωπο της στο στήθος του.
"Ολα θα πάνε καλά από εδώ και πέρα, στο υπόσχομαι. Κι εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου για να σε προσέχω Νόρα μου "της απάντησε ο Μάνος με τρυφερότητα καθώς τη κρατούσε σφιχτά και της έδινε ένα φιλί για να διώξει μακριά τους εφιάλτες αυτού του καλοκαιριού.

Αγάπης πόλεμοςWhere stories live. Discover now