Νόρα και Μάνος

2.2K 200 15
                                    

Η Νόρα έτρεχε σαν τρελή στους δρόμους της Ερμούπολης. Ήταν σαν να είχε μπει στον αυτόματο πιλότο.
Γύρω της περαστικοί κουβέντιαζαν ανέμελα για όλα αυτά τα καθημερινά που μερικές φορές απαξιώνουμε αλλά είναι πράγματι οι πιο όμορφες μικρες στιγμές.
Ήθελε να φτάσει στο σπίτι του Μάνου. Θυμόταν όταν ειχαν περάσει τη μέρα που θα πήγαιναν στο πανηγύρι και ο Δημήτρης τους το είχε δείξει περνώντας απ'έξω με το αυτοκίνητο.
Δεν ήταν σίγουρη πως θυμόταν σωστά τη τοποθεσία αλλά δεν είχε άλλη λύση από το να περπατάει σαν ρομπότ εκεί στο όμορφο νησί της Σύρου που άλλοι έρχονταν για να μαγευτούν από την ομορφιά της κι εκείνη μονάχα είχε φτάσει μέχρι εδώ για να πέσει στο λάκκο με τα φίδια.
Στη ζωή της λόγω της φυγής της μητέρας της διάλεγε πολύ προσεχτικά τους φίλους της και το κοντινό της περιβάλλον. Κανείς εκτός από τον Μάνο δεν την είχε ξαναπληγώσει και τώρα όλη αυτή η τοξικότητα με την οποία είχε έρθει σε επαφή, ένιωθε να μολύνει και την ίδια.
Σκέφτηκε τον Πιέρο να αγγίζει την Ευρυδίκη κι έπειτα το μυαλό της πήγε στις στιγμές που είχαν έρθει κοντά και είχαν φιλήσει με πάθος. Δεν τον είχε ερωτευτεί και στην ουσία αυτή η προδοσία είχε περάσει ξυστά χωρίς να την αγγίζει.Δεν έπαυε όμως να τη σοκάρει ο τρόπος που δρούσαν τέτοιου είδους άνθρωποι.
   Έφτασε σχεδόν χωρίς να το καταλάβει μπροστά στο κτίριο που βρισκόταν το σπίτι του Μάνου. Χτύπησε το θυροτηλέφωνο και περίμενε βιαστικά να ακούσει τη φωνή του. Ευχόταν να είναι εδώ, να του μιλήσει για τη παγίδα που τους είχαν στήσει . Ήθελε να του πει όλα όσα είχε μάθει και ευχόταν και αυτός να είναι ειλικρινής μαζί της και να της αποκαλύψει επιτέλους το λόγο που την άφησε τότε στη Θεσσαλονίκη.
Το θυροτηλέφωνο παρέμενε σιωπηλό αν και το πάτησε νευρικά άλλες δύο φορές. Όπως φαίνεται ο Μάνος δεν ήταν εκεί και αποφάσισε να τον πάρει τηλέφωνο στο κινητό του. Ήθελε οπωσδήποτε να τον συναντήσει. Περίμενε πως θα της απαντούσε αμέσως γιατί τη τελευταία φορά στο αυτοκίνητο ήταν απελπισμένος.Όμως το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπάει χωρίς να ακουστεί η φωνή του. Νευρίασε τόσο πολύ που δε μπορούσαν να συγχρονιστούν οι δυο τους. Τίποτα δε πήγαινε καλά αυτές τις ημέρες.
Προχώρησε σαν αυτόματο προς τον πιο κοντινό κεντρικό δρόμο και έκανε σήμα σε ένα ταξί να σταματήσει.
Επιβιβάστηκε καθώς οι πρώτες ψιχάλες από μια αναπάντεχη βροχή άρχισαν να πέφτουν στο πρόσωπο της..
Δεν ήξερε αν ήθελε να πάει στο ξενοδοχείο αλλά δεν ήξερε που θα μπορούσε να τον βρει.
Ίσως να ήταν στο πατρικό του. Αλλά τι θα μπορούσε να κάνει εκεί; Το μεσημέρι όταν έτρωγε στο αγαπημένο της ταβερνάκι, της είχε τηλεφωνήσει η Ελένη. Δεν είχαν κανονίσει κάτι, την είχε καλέσει απλά για να μάθει τα νέα της. Οι ίδιοι θα πήγαιναν το απόγευμα σε κάτι οικογενειακούς φίλους που γιόρταζαν την επέτειο του γάμου τους ενώ η Δώρα είχε πάει σε μια φίλη της για το σαββατόβραδο.
Τι μπορούσε να κάνει μόνος του ο Μάνος στο σπίτι του Δημήτρη και της Ελένης;
Δεν ήξερε τι να κάνει αλλά τελικά σκέφτηκε πως δεν έχανε κάτι αν πέρναγε από το σπίτι των Σπατούληδων. Αν δεν ήταν εκεί, θα πήγαινε στο ξενοδοχείο και θα περίμενε να τη πάρει αυτός οπότε έβλεπε τη κλήση..
Είπε στον ταξιτζή τη διεύθυνση και έπεσε ταλαιπωρημένη στο κάθισμα του συνοδηγού.

Αγάπης πόλεμοςWhere stories live. Discover now