Για (Πάρτι) σου

2K 175 9
                                    

Για άλλη μια φορά η επίσκεψη της στα Βαπόρια ήταν μελαγχολική. Ήταν μόνη της στο μεγάλο αρχοντικό της οικογένειας της και ηλεγχε τους χώρους για να μπορεί να τους θυμάται όταν θα επέστρεφε στην Αθήνα. Φυσικά έβγαλε και πολλές φωτογραφίες με το κινητό της έτσι ώστε να μπορεί να τις έχει διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή.
  Είχε κάνει πολλά σχέδια για το πως θα μπορούσε να διακοσμήσει αυτό το σπίτι. Ονειρευόταν πως ο Μάνος κι εκείνη θα μπορούσαν να συνδυάσουν το γούστο τους και να φτιάξουν ένα σπίτι - καταφύγιο για κάθε φορά που ήθελαν να ταξιδέψουν στο νησί.
  Όμως αν επρόκειτο να επιστρέψει μόνη της στην Αθήνα τότε θα φρόντιζε να προσλάβει κάποιον επαγγελματία διακοσμητή που θα επισκεφτόταν το νησί για να εμπνευστεί τι θα ταίριαζε στο παλιό αρχοντικό.
  Φυσικά θα φρόντιζε να κρατήσει κάποια από τα παλιά έπιπλα της γιαγιάς της. Ήταν σπάνια κομμάτια με αξία ανεκτίμητη τόσο από οικονομική όσο και από συναισθηματική πλευρά.
  Είχε σκεφτεί να προτείνει στον Μάνο να έρθουν μαζί για αυτή την επίσκεψη στα Βαπόρια αλλά κατά βάθος μέσα της είχε μείνει μια πικρία που δεν ήθελε να τα παρατήσει όλα για να είναι μαζί της.
  Συμπαθούσε τον Δημήτρη και ήταν ο μόνος που δεν είχε εμπλακεί σε μηχανορραφιες εις βάρος της αλλά θα ήθελε μια φορά ο Μάνος να κάνει την επιλογή του. Να διαλέξει εκείνη και να φύγουν μαζί. Άλλωστε της άξιζε. Της είχε φερθεί με απαίσιο τρόπο χρόνια πριν και είχε περάσει πολλά εξαιτίας του. Όφειλε να της δείχνει με κάθε τρόπο την αγάπη του.
  Μάλωσε τον εαυτό της για αυτές τις σκέψεις. Πόσο εγωίστρια μπορούσε να γίνει, αναρωτήθηκε... Άλλωστε δε μπορούσε να περιμένει ο Μάνος να την προσκυνάει επειδή της το χρωστούσε. Θα ήταν αξιολύπητο αν ανέμενε κάτι τέτοιο από εκείνον.
  Κοίταξε το κινητό της και είδε πως είχε παει πια πέντε.. Έπρεπε σιγά σιγά να πηγαίνει ώστε να προλάβει να τσιμπήσει κάτι για μεσημεριανό αφού είχε αργοπορήσει. Το πρωί είχε αργήσει πολύ να σηκωθεί γιατί τη νύχτα δε μπορούσε να κοιμηθεί. Πολλές σκέψεις για τον Σ, το Μάνο και την Ελένη γύριζαν στο κεφάλι της. Στις πέντε το πρωί κατάφερε να την πάρει ο ύπνος και δεν σηκώθηκε πάρα όταν το ρολόι έδειξε μία.
Έτσι είχε φύγει καθυστερημένα και για το αρχοντικό αφού πρώτα έφαγε πρωινό έξω σε ένα μαγαζάκι που σέρβιρε muffins, κρέπες και χειροποίητα κεικ.
   Μάζεψε τα πράγματα της, τη τσάντα της και ένα ζακετάκι που είχε πάρει μαζί της γιατί έξω λυσσομανούσε ένας φοβερός αέρας που σε σήκωνε. Κλείδωσε πίσω της τη πόρτα καθώς σκεφτόταν πως όσο και αν προσπαθούσε το σπίτι αυτό θα είχε πάντα πάνω του τη σφραγίδα της Ελένης και της οικογένειας της.

Αγάπης πόλεμοςWhere stories live. Discover now