Πες μου μια Λέξη

2.5K 232 9
                                    

Δε μπορούσα να εξηγήσει γιατί ο Μάνος είχε αυτή τη δύναμη πάνω της, τη θύμωνε αυτό, την έκανε να νιώθει αδύναμη, τη γύριζε στο παρελθόν και την έκανε να θυμάται πόσες φορές οι άνθρωποι την εγκατέλειψαν χωρίς να μπορεί να αντιδράσει.
Μπήκε στο αυτοκίνητο με το Μάνο στο τιμόνι. Δεν έπρεπε να μπει, δεν έπρεπε να του μιλήσει. Αλλά για άλλη μια φορά, τα έκανε όλα ανάποδα.
Έκατσε δίπλα του και άφησε τη τσάντα της στα πόδια της. Ακούμπησε το σώμα της στο κάθισμα και αφέθηκε στη δροσιά του air condition.
"Είχες σκοπό να γυρίσεις με τα πόδια στην Ερμούπολη;" της είπε κεφατα και το ύφος του της θύμισε τον παλιό Μάνο, αυτόν που είχε δικό της στη Θεσσαλονίκη.
Δεν του απάντησε. Κοίταγε έξω από το παράθυρο με το βλέμμα της κολλημένο στη δωρική λιτότητα του τοπίου.
" Θα μου πεις τι έγινε; Τι σε έπιασε και έφυγες έτσι; Γύρισα με τους καφέδες και η Ευρυδίκη που είχε ξαναβουτήξει, δεν είχε ιδέα πως είχες φύγει. Αν έγινε κάτι και χρειαζόταν να επιστρέψεις μπορούσες να μου πεις να σε γυρίσω εγώ ."
"Η Ευρυδίκη δε κολυμπούσε όταν έφυγα. Ίσα ίσα που ήταν εκεί που την άφησες με τη μόνη διαφορά πως σε εσένα στάζει μέλι ενώ σε εμένα δηλητήριο. " του απάντησε εκείνη θυμωμένα γυρνώντας προς το μέρος του.
Αυτή η Ευρυδίκη ήταν ανισόρροπη, ήταν ικανή να πει ένα σωρό ψέματα απλά για να καλύψει τα δικά της λάθη.
" Τι σου είπε; "τη ρώτησε εκείνος που σοβάρεψε όταν άκουσε τα λόγια της Νόρας.
" Το θέμα είναι εσύ τι της είπες Μάνο; Πως τόλμησες να της πεις για μας στη Θεσσαλονίκη και κυρίως πως μπόρεσες να της πεις
πως με εγκατέλειψες έτσι ξαφνικά; Χρειαζόταν να της το πεις, να με κάνεις να σε σιχαθώ ακόμη περισσότερο; τώρα σχεδόν τσίριζε και η φωνή της γέμιζε τον στενό χώρο του αυτοκινήτου.
"Τι είναι αυτά που λες; Τι λες;" της έπιασε τα χέρια τρυφερά και προσπάθησε να την ηρεμήσει.
"Δεν έχω πει τίποτα στην Ευρυδίκη. Τίποτα. Ήξερε μονάχα πως ναι είχα κάποια σχέση στη Θεσσαλονίκη όπως το ήξεραν και οι γονείς μου γιατί δεν ήταν κάτι που το έκρυβα όταν ήμασταν μαζί. Αλλά από εκεί και πέρα δεν έχω πει τίποτα ούτε για το με ποια είχα σχέση ούτε για το πως χώρισα. Φυσικά κατάλαβαν ότι χώρισα γιατί επέστρεψα μόνιμα στο νησί αλλά τίποτα άλλο πέρα αυτό. Όσο για το γεγονός πως ήσουν εσύ που θα έφτανες ως κόρη της Ελένης στο νησί, το κατάλαβα μια μέρα που η μητέρα σου μας έδειξε το προφίλ σου στο Facebook" της εξήγησε σε ήρεμο τόνο και επιτέλους ήταν η πρώτη φορά αυτές τις 2 ημέρες που μιλούσαν φυσιολογικά σαν δύο άνθρωποι που κάποτε μοιράστηκαν ένα χρόνο από τη ζωή τους.
" Πάντως το ξέρει. Και ξέρει τα πάντα. Πως τα είχαμε ένα χρόνο, πως με άφησες και με απείλησε πως αν σε πλησιάσω θα με σκοτώσει. Έχει πρόβλημα η κοπέλα, της είχε γίνει έμμονη ιδέα πως ήρθα εδώ σαν άλλη Σειρήνα για να σε παρασύρω ή δε ξέρω κι εγώ τι άλλο"
Η Νόρα ήταν ταραγμένη, μίλαγε γρήγορα και η φωνή της συνέχιζε να ακούγεται έντονα.
Ο Μάνος οδηγούσε ήρεμα και τώρα φαινόταν σταδιακά η Ερμούπολη, όμορφη και λαμπερή σαν όλα να ήταν ανέφελα και ειρηνικά.
" Δε ξέρω τι ξέρει και πως αλλά εγώ δεν είπα τίποτα. Ίσως να το υπέθεσε ή να το συμπέρανε από το γεγονός πως γύρισα άρον άρον και αρνιόμουν να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη.Η αλήθεια είναι πως ίσως ήταν τσιμπημένη μαζί μου από τότε που ήμασταν ακόμη παιδιά οπότε μόνο έτσι μπορώ να εξηγήσω την επίθεση που σου έκανε "
" Τσιμπημένη μαζί σου; "παπαγάλισε ειρωνικά η Νόρα.
" Ακούς τι λες.. Τσιμπημένη.. Εδώ απείλησε να με σκοτώσει και εσύ αυτό το λες "τσίμπημα"... Εγώ το ονομάζω τρέλα.. Και δε ξέρω τι θα κάνεις αλλά πρέπει να της εξηγήσεις πως έχουν τα πράγματα, πως δεν έχουμε καμία σχέση πια και πως δεν έχω έρθει εδώ με σκοπό να σε αποπλανήσω. Μπορεί να σε κρατήσει με την ησυχία της "του είπε ειρωνικά και βούλιαξε πιο βαθιά στο κάθισμα της λες και θα μπορούσε να χαθεί μέσα εκεί.
" Γιατί ήρθες εδώ; Γιατί έπρεπε να έρθεις; "τη ρώτησε πάλι με εκείνη τη τρυφερή φωνή, με ένα παράπονο να κρύβεται στο βάθος της ερώτησης.
"Ξέρεις γιατί Μάνο. Το ξέρεις πως ήρθα για τη μητέρα μου. Πιστεύεις ειλικρινά πως θα ερχόμουν εδώ αν ήξερα πως είσαι ο γιος του Δημήτρη;"
"Δε ξέρω...Ίσως να ήθελες να με ξαναδείς.. Να μου ζητήσεις το λόγο που έφυγα έτσι σαν κλέφτης" της απάντησε κοιτώντας το δρόμο μπροστά του χωρίς να τολμάει να τη κοιτάξει
" Όχι Μάνο. Πίστεψε με, θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να κάνω. Όταν έφυγες, ναι ήθελα να σε βρω, να μου εξηγήσεις, να μπορέσω επιτέλους να καταλάβω. Αλλά όχι πια. Δε θα ταξίδευα μέχρι τη Σύρο για τις δικές σου εξηγήσεις. Έχω περάσει αυτό το επίπεδο κατάντιας προ πολλού "εξήγησε εκείνη υπερήφανα. Δε θα τον άφηνε να πιστεύει πως νοιαζόταν ακόμη για εκείνον, για όσα είχαν συμβεί.
" Μακάρι να μπορούσα να σου εξηγήσω. Να σου πω για να καταλάβεις" πάλι αυτό το βλέμμα προς το μέρος της, αυτό το μείγμα ευαισθησίας και δισταχτικότητας ταυτόχρονα.
"Δε μπορείς να μου εξηγήσεις τίποτα Μάνο. Μερικές φορές φερόμαστε σκάρτα γιατί απλώς έχουμε το περιθώριο. Είμαι εντάξει πια, το ξεπέρασα και όπως σου είπα, ήρθα εδώ για τη μητέρα μου όχι για εσένα. Αυτό να κρατήσεις"
Ο Μάνος δεν απάντησε. Έμεινε με το βλέμμα του σκοτεινό στους δρόμους της Ερμούπολης και σε λίγο τραβούσε χειρόφρενο μπροστά στο ξενοδοχείο της.
" Τι θα κάνεις το βραδάκι; "τη ρώτησε καθώς εκείνη ετοιμαζόταν να κατέβει.
" Γιατί, θες να βγούμε βολτίτσα πάλι οι 3 μας;" ρώτησε ειρωνικά η Νόρα και στράβωσε το πρόσωπο της σε μια γκριμάτσα.
"Η Ευρυδίκη απόψε έχει μια υποχρέωση έτσι κι αλλιώς οπότε δε θα βγω μαζί της. Απλώς η Ελένη μου ζήτησε να σε ρωτήσω αν θα έρθεις το βράδυ σπίτι να φαμε μαζί. Και ίσως μετά αν θέλεις, μπορούμε να βγούμε με κάποιους φίλους μου από το νησί."
"Ναι πες της πως θα ήθελα να τη δω απόψε οπότε θα έρθω το βράδυ. Τώρα για το αν θα βγω για ποτό μετά, δε ξέρω. Θα δω, αναλόγως τη διάθεση.. "απάντησε αόριστα και ο Μάνος της χάρισε ένα στραβό χαμόγελο.
" Εντάξει, θα τα πούμε το βράδυ τότε κι ελπίζω να έχει φτιάξει η διάθεση σου"
" Με σας που έχω μπλέξει, βλέπω τη διάθεση μου να φτιάχνει μόνο όταν φύγω από το νησί " σκέφτηκε αλλά δεν είπε τίποτα παρά βγήκε από το αυτοκίνητο και ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά του ξενοδοχείου της.
Όταν έφτασε στο δωμάτιο της,άφησε τα πράγματα της και μπήκε αμέσως για ένα ντους. Χρειαζόταν τη δροσιά του νερού για να αποβάλλει από πάνω της τη ταλαιπωρία της ζέστης αλλά και των ανθρωπίνων σχέσεων.
Όταν βγήκε, φόρεσε μια αεράτη ρόμπα από φίνο μετάξι και σέρβιρε για τον εαυτό της, χυμό πορτοκάλι και δροσερές φέτες πεπόνι που είχε στο ψυγείο.
Έπειτα δροσερή και ήρεμη ξάπλωσε στο κρεβάτι της και το μυαλό της πλανήθηκε στο βράδυ που ερχόταν.
Ίσως να έβγαινε για ένα ποτό με το Μάνο και τη παρέα του. Γιατί όχι; Ήθελε να του αποδείξει πως μπορούσε να τον αντιμετωπίσει σαν έναν συγγενή εξ αγχιστείας, πως δε την επηρέαζε πια.
Χρειαζόταν  κάτι να φρεσκάρει όλη αυτή την άρρωστη κατάσταση και η σκέψη της την οδήγησε στο πιο κατάλληλο άνθρωπο. Θα έπρεπε απλώς να του τηλεφωνήσει για να δει αν ήταν ελεύθερος το βράδυ για να βγει μαζί τους για ποτό.
Η κούραση της όμως ήταν τοση που αποφάσισε να κλείσει τα μάτια της και να παραδοθεί σε έναν λυτρωτικό ύπνο.

(bonjour! Φαντάζομαι όλες καταλάβαμε ποιον σκέφτηκε! Αλλά θα δούμε περισσότερα στο επόμενο κεφάλαιο! Ελπίζω να σας αρέσει το 1Ο κεφάλαιο!! 💓)

Αγάπης πόλεμοςTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon