Ελένη - 2

2.2K 189 22
                                    

Ανοίγω αργά τα μάτια μου γιατί τα νιώθω βαριά και πρησμένα. Που στο καλό βρίσκομαι;
Προσπαθώ να θυμηθώ τι έγινε χτες το βράδυ ενώ μερικές ηλιαχτίδες που μπαίνουν από τις γρίλιες των παραθύρων φωτίζουν το χώρο που είναι άνω κάτω.
Είμαι με τα εσώρουχα σε ένα μονό κρεβάτι  και δίπλα μου ο Δημήτρης κοιμάται μακαρίως. Στο πάτωμα μπουκάλια από κρασί αναποδογυρισμένα και άδεια, σπασμένα ποτήρια και ρούχα από την ώρα που γδυνόμασταν και δε μας ένοιαζε τίποτα
Και τότε σαν να με χτυπάει κεραυνός θυμάμαι τα γενέθλια του πατέρα μου, το ψέμα μου και το γεγονός πως είμαι έξω κρυφά χωρίς να το ξέρουν οι δικοι μου.
" Όχι ρε γαμώτο" ουρλιάζω σαν τρελή και τινάζομαι από το κρεβάτι σαν ελατήριο.
Αρχίζω και πετάω τα πράγματα από το πάτωμα μέχρι να εντοπίσω το φουστάνι μου και τα παπούτσια μου.
Ο Δημήτρης από τη φασαρία ανοίγει τα μάτια αλλά δεν αλλάζει θέση, ούτε ταράζεται.
" Που πας; " με ρωτάει και η φωνή του έχει τη πρωινή βραχνάδα που σε άλλη περίπτωση θα με σαγήνευε αλλά αυτή τη στιγμή με εκνευρίζει.
"Στο διάολο. Εκεί θα πάω μόλις με βρει η μάνα μου.. Ξέρεις τι ώρα είναι;" φωνάζω σαν υστερική καθώς κουμπώνω τη μπαρέτα από το παπούτσι μου.
Πιάνει το ρολόι του από το τραπεζάκι που έχει δίπλα στο κρεβάτι και γουρλώνει τα μάτια.
"Πώς τη πατήσαμε έτσι;" απαντάει και μοιάζει κι αυτός να τα έχει χαμένα.
Πηγαίνω δίπλα του και κοιτάζω το ρολόι. Είναι τρεις το μεσημέρι. Οι δείκτες δε λένε ψέματα.
"Θεέ μου θα έχει σηκώσει το νησί στο πόδι" λέω και θέλω να βάλω τα κλάματα.
"Ήπιαμε πολύ χτες και αργήσαμε..." μουρμούριζει άχρηστα πράγματα ο Δημήτρης που δε με βοηθάνε πρακτικά και εγώ αφού πλένω λίγο το πρόσωπο μου, φεύγω χωρίς να τον χαιρετήσω κλείνοντας γρήγορα πίσω μου τη πόρτα.
Είναι η πιο γρήγορη διαδρομή της ζωής μου και τα πόδια μου μοιάζει να έχουν βγάλει φτερά. Στη πραγματικότητα δε ξέρω καν γιατί βιάζομαι. Ήδη θα ξέρουν πως το έσκασα και είπα ψέματα χτες το βράδυ αλλά ίσως μπορέσω να τα μπαλώσω αν πω πως πήγα στο σπίτι της Μαρίας και βγήκαμε για κάνα βραδινό σεργιάνι.
Όλα μπορεί να τα συγχωρέσει η μάνα μου αρκεί να μην καταλάβει πως κοιμήθηκα με άντρα και δη με τον Δημήτρη που είναι ο γιος της οικονόμου της. Δεν τον ανέχεται με τίποτα, τον θεωρεί ανεπρόκοπο και αλητάκο και όσες φορές με έχει χαιρετήσει καπου έξω, η μητέρα μου μου έχει βάλει πόστα. "Δε χαιρετάμε τον πάσα ένα στη περαντζάδα. Πρέπει να ο καθένας να ξέρει τη θέση του. Το αλάνι της  Ρόζας οφείλει να ξέρει τη θέση του" μου πιπιλίζει το κεφάλι κάθε φορά αλλά μεταξύ μας, αυτά ίσχυαν χρόνια πριν στα μυθιστόρηματα του Ξενόπουλου και τον επαναστάτη ποπολάρο. Τώρα πια ο Δημήτρης είναι ένας άντρας και έγω μια γυναίκα, γιατί να δυσκολεύουμε τη ζωή μας;
Φτάνω γρήγορα έξω από τη πόρτα και βάζω το κλειδί με χέρια που τρεμουν στη κλειδαριά.
Μπαίνω μέσα έτοιμη να αρχίζω να πετάω δικαιολογίες στον αέρα αλλά κατά παράξενο τρόπο δεν είναι κανείς εδώ. Κοιτάω γύρω μου όλο περιέργεια. Το σαλόνι έχει επανέλθει στη προηγούμενη του κατάσταση με τα έπιπλα να έχουν επιστρέψει στη θέση τους. Κανένα σημάδι πως εδώ χτες έγινε μια γιορτή. Κανένα σημάδι πως με ψάχνουν. Μήπως βγήκαν στους δρόμους να με βρουν; Άλλα όχι η μητέρα μου, η αρχόντισσα Φραγκελινού δε θα έβγαινε ποτέ στους δρόμους να με ψάξει. Θα είχε μείνει στο σαλόνι της, να με κομματιάσει με την ησυχία της μόλις επιστρέψω.
Ακούω φωνές και θορύβους από τον επάνω όροφο αλλά δε τολμάω να ανέβω τη σκάλα. Κάθομαι εκεί στον καναπέ και φωνάζω σαν ανόητη που ψάχνει το μπελά της :
"Μαμά, μπαμπά, Ρόζα. Είναι κανείς εδώ;"
  Ακούω βήματα από τη φιδιγυριστή σκάλα και ξέρω πως είναι η μητέρα μου. Ακούω τον ήχο των τακουνιών στο δάπεδο.
Όταν φτάνει κοντά μου ανοίγω το στόμα μου να μιλήσω αλλά πριν προλάβω να πω λέξη, εκείνη πέφτει πάνω μου σαν τη Μαινάδα κλαίγοντας και ουρλιάζοντας. Μου λέει πράγματα που δεν έχω ξανακούσει από το στόμα της μητέρας μου.
"Ήρθες βρώμα, σιχαμένο τσουλί. Θα σε σκοτώσω ορκίζομαι πως θα σε σκοτώσω" με έχει πιάσει από τα μαλλιά και με τραντάζει σαν να είμαι πλαστική κουκλα.
Ίσως έμαθε πως ήμουν με το Δημήτρη, ίσως να της το είπε η Ειρήνη που μου έφερε το ραβασάκι.
Τσιρίζω κι εγώ και προσπαθώ να απελευθερωθώ από τα χέρια της. Είναι σε έξαλλη κατάσταση και δεν φαίνεται να ακούει τις φωνές μου..
"Μαμά σταματά. Με πονάς" τσιρίζω και τη σπρώχνω πίσω για να γλιτώσω.
Σταματάει για μια στιγμή το βίαιο ξέσπασμα της και καθώς μένει ακίνητη μπορώ να δω το πρόσωπο της να μοιάζει όμοιο με τρελού. Τα μαλλιά της λυτά, τα μάτια της αφηνιασμένα και το δέρμα της γεμάτο μικρά κόκκινα σπυράκια από το κλαμα.
"Μαμά ηρέμησε. Συγγνώμη αλήθεια συγγνώμη! Ήμουν με την..." λέω και πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη φράση μου, μου δίνει μια σφαλιάρα που τραντάζει όλο μου το πρόσωπο.
"Ηλίθιο πλάσμα. Είσαι ένα τέρας εγωισμού και δε σε θέλω πια μες στο σπίτι μου. Θέλω να φύγεις όπως είσαι... Ξεκουμπίσου και ξέχασε πως είσαι κόρη μου. Μη τολμήσεις να ξαναεμφανιστείς στη πόρτα μου! Για μένα έχεις πεθάνει" ουρλιάζει και αρχίζω να νιώθω εντελώς μπερδεμένη.
Έχω μείνει στη μέση του σαλονιού ξεμαλλιασμένη, με σκισμένο φόρεμα και κόκκινο πρόσωπο από τα χτυπήματα. Πραγματικά δε καταλαβαίνω αν η μητέρα μου ξέρει πως πέρασα τη βραδιά με το Δημήτρη. Δεν πίστευα ποτέ πως θα γινόταν έτσι επειδή κοιμήθηκα με κάποιον. Δε ζούμε άλλωστε στο '60.
"Μαμά το ξέρω πως δεν έπρεπε να σου πω ψέματα, μη κάνεις έτσι.."η φωνή μου σβήνει καθώς με κοιτάει με γυάλινο βλέμμα.
"Θέλω να φύγεις..."μουρμούριζει η η μητέρα μου με σφιγμένα δόντια.
Έχω χάσει τα λόγια μου. Που στο καλό να πάω; Έχει τρελαθεί;
"Μαμά σε παρακαλώ, που να πάω; " ψιθυρίζω με φωνή που τρέμει.
" Ο πατέρας σου ηλίθιο πλάσμα.... Ο πατέρας σου πέθαινε, την ώρα που πηδιόσουν με τον αλήτη το γιο της Ρόζας" προφέρει τις λέξεις αργά σαν παρανοϊκή και αφού μου γυρνάει τη πλάτη, πηγαίνει στην είσοδο και ανοίγει διάπλατα τη πόρτα.
Κατεβάζω το κεφάλι μου και περνώ από μπροστά της καθώς φεύγω από το σπίτι χωρίς να έχω ιδέα που θα βρω καταφύγιο.

Αγάπης πόλεμοςWhere stories live. Discover now