Κεφάλαιο 33

2.2K 96 5
                                    

Άρχιζα να πηγαίνω προς το σπίτι. Στον δρόμο δε μπορούσα να σκέφτομαι τίποτα άλλο εκτός από αυτό. Δε γίνεται να μου λέει ψέματα για μια ζωή.

Τι μπορεί να κέρδιζε με αυτό;

Φτάνοντας είδα ανοιχτά τα φώτα, ανοιχτές τις πόρτες και ενδιάμεσα την μητέρα μου με τον αδελφό μου.
Χαμογέλασα αχνά. Τα κατάφερε τελικά ο πουστης.
Πέρασα μέσα και χωρίς να το πολύσκεφτώ τον αγκάλιασα τόσο σφιχτά. Μου έλειπε. Εκείνος με τη σειρά του μου χαϊδεύε τόσο γλυκά τα μαλλιά και με τρυφερά στο μαγουλο.
<<Μου ελειψες>> είπα με κομμένη την ανασα μου ενώ σιγοεκλαιγα πάνω στους ώμους του.
<<Και μένα Ανθουλα μου>> είπε και δε με άφησε από πάνω του. Έμεινα εκεί στην αγκαλια του για κάτι αιώνες όταν μας διέκοψαν με έναν ψεύτικο βήχα. Κατέβηκα από εκεί και καθησα στις σκάλες. Όλοι κοιτιοντουσαν μεταξύ τους. Η μητέρα μου δε με κοίταζε καν. Η κυρία Χρυσούλα κοίταζε τον Γιάννη, ο Γιάννης τον Κώστα , ο Κώστας εμένα, εγώ τον αδελφό μου, ο αδελφός μου την μητέρα μου και αυτό συνεχίστηκε για πολύ ώρα ώσπου επιτέλους έσπασε τον πάγο η μητέρα μου.
<<Ανθή.. ήρθαμε εδώ με τον αδελφό σου. Όχι γιατί μας έλειψες αλλά επειδή μετά θα σε στείλουμε από εκεί που ήρθες.. δηλαδή στο ορ-
<<Μαμά>> φώναξε ο Γιώργος και εκείνη χαμογέλασε ψεύτικα.
<<Δηλαδή στο ορφανοτροφειο>> είπε και ήδη ένιωθα τα μάτια μου υγρά.
<<Γιατί;>> ρώτησα αθώα μα ήξερα ήδη την απάντηση.
<<Τα χουμε ξαναπεί αυτά αλλα εσύ από τι βλέπω θες να κάνεις τον εαυτό σου ρεζίλι και εδώ.. Πολύ καλά... Γιατί ποτέ μου δεν ήθελα να έχω κορίτσι. Γιατί ήθελα να κάνω έκτρωση αλλά ο ήλίθιος ο πατέρας σου με παρότρυνε και τελικά δεν έκανα όμως τι κατάλαβα; μας άφησε δηλαδή, μου άφησε μια πουτανα κόρη και έναν γιο. Γιατί ποτέ μου-
<<Φτάνει Χριστίνα>> είπε η κυρία Χρυσούλα και βρήκα την ευκαιρία να τρέξω πάνω.
<<Έλα εδώ>> φώναξε μα δεν πήγα.
<<Φερτην κάτω αγόρι μου>> είπε σε ένα από τα αγόρια, δεν κατάλαβα πιο αλλά σίγουρα δεν ήθελα εκείνον.
<<Εντάξει κυρία Χριστίνα>> ακούστηκε η φωνη του Κωνσταντίνου. Με μαχαίρωσε έτσι για ακόμη μια φορά. Άκουσα σκαλες και χώθηκα κάτω από τα στρώματα. Σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα είχε ανοίξει τα φώτα και η κουβέρτα είχε τιναχτει από πάνω μου.
<<Έλα κάτω, σε θέλει η μαμά σου>>
<<Δε θέλω>> είπα ενώ συνεχόμενα δάκρυα κυλούσαν στα μάτια μου.
<<Θες γαμωτι μου θες..>>
<<Γιατι μου φέρεσαι έτσι;>> ρώτησα πλέον μπουκωμένη.
<<Πως έτσι;>>
<<Την μια είσαι καλός και την άλλη απλά.. ψυχρός και απότομος>>
<<Απλά δε σε θέλω στη ζωή μου, δε θέλω να σε βλέπω όταν ξυπνάω πως να το κάνουμε; αλλά, άλλες φορές σε λυπάμαι τόσο πολυ που γίνομαι καλός μαζί σου όμως τώρα θέλω απλα να ξεκουμπιστεις απο δω>> είπε πληγωνοντας με ακόμη περισσότερο και με τράβηξε βίαια από το χέρι. Χωρίς την θέληση μου με έσυρε με το ζόρι κάτω με αποτέλεσμα να πέσω από τις σκάλες και να γίνω θέαμα σε όλους. Η μητέρα μου χαμογέλασε κρυφά ενώ ο Γιώργος με πλησίασε και με σήκωσε εν τέλη. Με έβαλε προσεκτικά να κάτσω στις σκάλες και απομακρυνθηκε.
<<Λοιπόν παλιόκόριτσο, κάπου είχαμε μείνει μου φαίνεται>> είπε η μαμά μου και την κοίταξα όσο το δυνατόν μπορούσα γιατί ζαλιζόμουν πολύ από το χτύπημα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ενδιαφέρον.. Την λυπάται αρκετά πιστεύετε; η απλώς συνεχίζει τις -χωρίς όρια- δοκιμασίες του; επίσης σχολιάστε την συμπεριφορά της μητέρας, από κάτω! Σας ευχαριστώ για ολα!

Η συμφωνία μαςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα