Δηλαδή τι σκατα αγόρι είναι αυτό;
Αποφάσισα να τον πάρω τηλεφωνο.
<<Λέγετε>> είπε ο κύριος.
<<Τι να σου πω; αλήθεια τι να σου πω; με έχεις απογοητεύσει τρελά και πάνω που άρχιζα να σε συμπαθω>>
<<Τι συμβαίνει αγαπητέ κουμπάρε;>> ρώτησε ειρωνικά.
<<Πρώτων δεν είμαι ο κουμπάρος σου και δεύτερον θα φροντίσω αργότερα να μη γίνει κανένας γάμος σας.. Τέλος πάντων εχω σοβαρότερα πράγματα να σου πω.. >>
<<Σε ακούω>>
<<Δε θέλω να της το κρύψουμε, και αφού δε θέλω δε θα γίνει, έλα πίσω αμέσως να της το πούμε>> είπα και πριν πει κάτι έκλεισα το τηλέφωνο βιαστικά.<+++>
Τώρα είμαστε εδώ. Στην κουζίνα. Πίνουμε τον καφέ μας. Συζητάμε. Καπνίζουμε. Φωνάζουμε.Απορώ πως δεν έχουμε ξυπνήσει ακόμη την Ανθή.
Η Ανθή.. τόσο αθώα.. Απλά γιατί να τα περνάει όλα αυτά; γιατί;
Μα καλά αυτόν διάλεξε;
Τι του βρήκε;
Πάντως κι αυτός δε πάει πίσω από μόνος του είναι ένα μυστήριο τρένο.
Άσπρο εγώ, μαύρο αυτός.
Συνεννόηση σύννεφο.
<<Μπορείς να μου πεις τι σκατα δε πιάνεις; απλώς μόλις κατέβεις της το φέρνουμε τσουκου-τσουκου και αυτό ήταν>> πρότεινα εγώ.
<<όχι, τι δε κατάλαβαινεις; έτσι θα την πληρώσουμε>> είπε.
<<Καλύτερα τώρα πάρα μετά ή ακόμη χειρότερα.. ποτέ>>
Ψηλόκοιταχτήκαμε.
<<Ανθήηη>> είπαμε και οι δύο.
Αμέσως μετά είδα την αδελφή μου να κατεβαίνει τις σκάλες. Φορούσε μια ροζ σατέν νυχτικιά και τις γούνινες παντόφλες της.<<Με φωνάξατε;>>
<<Ναι θέλουμε να σου πούμε κάτι.. είπε ο Κώστας.
<<Ωραία.. Τι με θέλετε;>> είπε ενώ καθησε στο τραπέζι.
<<Ποιος της το λέει;>>
<<Εσύ>> είπε.
<<Όχι γιατί εγω; εσύ πες της το>> είπα.
<<Παιδιά μη τσακώνεστε απλά πείτε μου γιατί ανησυχώ λίγο>>
<<Άκου Ανθουλα, εμείς και γενικά η μαμά σε αγάπαμε πολύ και το ξέρεις σωστά;>>
<<Με με με δεχτήκε πίσω; ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΏ ΓΙΏΡΓΟ, ΘΑ ΚΆΝΟΥΜΕ ΜΑΖΊ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΘΑ ΘΑ ΜΕ ΠΆΡΕΙ ΣΤΗΝ ΑΓΑΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΘΑ ΤΗΝ ΦΙΛΗΣΩ ΚΑΙ Θ-
<<η μαμά παντρεύεται Ανθή>>
Πλευρά Aνθής :
<<η μαμά παντρεύεται Ανθή>> μου είπε ο αδελφός μου κρατώντας μου το χέρι και κόκαλωσα για μια στιγμή. Πως γίνεται όλη η χαρά μου να εξατμιστηκε μέσα σε μόνο ένα δευτερόλεπτο; έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια μου. Όταν τα ξανάνοιξα ήταν ήδη δακρυσμένα.
<<Τ-τι;>>
<<Ναι Ανθή.. λυ-λυπάμαι>> είπε τραυλιζοντας.
<<Και δηλαδή; τι θα γίνει; εγώ γιατί δε το ξέρω;>> είπα μέσα στα αναφιλητα μου και έπεσα πάνω του, κρεμαστηκα εκεί.. μου χαϊδεύε τα μαλλιά και αυτό με ήρεμουσε αλλά ελάχιστα.Πως ειναι δυνατόν η μαμά μου να παντρευτεί;
Καλύτερα να με έστελνε στο ίδρυμα, στην κόλαση όλα μαζί.. αλλά όχι αυτό.
ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ
Η συμφωνία μας
Teen Fiction> φοβήθηκα αρκετά ώστε να αρχίζω να γνεφω πολλές φορές μαζί. > είπε και πριν κλείσει τη πόρτα με ξανά κοίταξε. > άφησε ενώ έκλεισε δυνατά την πόρτα ενώ με άφησε μόνη, να παλεύω με τις ανάσες μου. Η σκληρότητα δεν αλλάζει το άλλο πρόσωπο, απλά υποτ...