(13)

1.3K 147 9
                                    

~Τρεις μήνες μετά~

Ξυπνάει ακούγοντας το κινητό της να χτυπάει. Βλέπει το νούμερο που αναβοσβήνει στην οθόνη.

"Έλα!" λέει γλυκά.

"Χει όμορφη. Τι κάνεις;" απαντά με τον ίδιο τρόπο εκείνος.

"Κοιμόμουν, εσύ;"

"Ωχ! Συγγνώμη δεν το ήξερα. Καλά... είχα μια ιδέα!"

"Ακούω!"

"Θα ήθελες να βγούμε σήμερα το βράδυ;"

"Ναι εννοείται. Πες μου ώρα και μέρος."

"Θα περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου στις οκτώ, είναι καλά;"

"Εννοείται πως είναι."

"Τα λέμε τότε όμορφη."

"Εντάξει, τα λέμε."

Το τηλέφωνο κλείνει και εκείνη σκέφτεται αν αυτό είναι ραντεβού. Απλά σηκώνεται από το κρεβάτι της και τρέχει στο μπάνιο. Έχει μόνο δυο ώρες μπροστά της να ετοιμαστεί. Αφού πλυθεί, πηγαίνει στην ντουλάπα της. Φοράει ένα μπορντό αμάνικο φόρεμα, με τις μαύρς τις γόβες, ένα κολιέ με άσπρες πέρλες και ένα μαύρο τσαντάκι χειρός. Κάνει τα μαλλιά της μια πλάγια πλεξούδα. Έκανε και το μακιγιάζ, δηλαδή έβαλε eye-liner, μάσκαρα, μολίβι, λίγο ρούζ και κόκκινο κραγιόν και είναι έτοιμη. Μόλις βάλει το άρωμα της, η πόρτα χτυπάει. Κατεβαίνει κάτω και ανοίγει την πόρτα...

«Ήρθ...» δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει.

«Που πας;» ρωτάει ο Χάρρυ.

«Θα βγω.»

«Με τον Τζακ;»

«Ναι, γιατί;»

«Γιατί ναι;» ρωτάει ειρωνικά.

«Ωχου Χάρρυ τι θες;» ρωτά αγανακτισμένα η κοπέλα.

«Τόσο γρήγορα με ξέχασες;»

«Το ξέρεις πως δεν σ' έχω ξεχάσει, όμως προχωράω παρακάτω. Κάντο και εσύ.» λέει απαλά εκείνη, παρόλο που νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά ξεστομίζοντας αυτά τα λόγια.

«Δεν...»

«Γεια σας!» ακούγεται η φωνή του Τζακ.

«Θα τα πούμε μετά.» λέει στον Χάρρυ και φεύγει ακουμπώντας απαλά τον ώμο του.

Μπαίνουν μέσα στο αυτοκίνητο του Τζακ και ξεκινάνε... φτάνουν σ' ένα εστιατόριο. Φαίνεται ακριβό και μοιάζει σαν να βρίσκεσαι σε ενυδρείο καθώς πάνω από τα κεφάλια τους κολυμπούσαν διάφορων ειδών ψάρια. Προχωράνε προς το τραπέζι τους. Της σπρώχνει την καρέκλα και καθόνται. Παραγγέλνουν να φάνε και αρχίζουν να συζητάνε.

«Πως σου φαίνεται;» την ρωτά με περιέργεια.

«Πολύ ωραίο! Μόνος σου το σκέφτηκες να με φέρεις εδώ;» τον ρωτάει χαμογελώντας.

«Γιατί, το αμφισβητείς;» λέει παιχνιδιάρικα ο Τζακ.

«Ναι!» απαντά γελώντας.

«Άι ρε.» της λέει και της πινάει το χέρι.

Ειναι ζεστό ενώ το δικό του από το άγχος είναι παγωμένο. Το φαγητό έρχετε και τρώνε. Γελάνε συνέχεια και περνάνε καλά. Μόλις τελειώσουν εκείνος πληρώνει και φεύγουν. Την γυρίζει σπίτι της και κάθονται για λίγο έξω από την πόρτα.

«Ελπίζω να πέρασες καλά.» της λέει.

«Πέρασα! Μην ανησυχείς για αυτό.» χαμογελάει πλατιά.

«Μακάρι...» αναφωνεί.

«Να πηγαίνω!». λέει και τον πέρνει μια αγκαλιά.

Ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο του. Μόλις πάει να απομακρυνθεί βάζει το χέρι του στον λαιμό της και την φιλάει απαλά στα χείλη της. Μόλις απομακρύνονται, την κοιτάζει μέσα στα μάτια της.

«Φαμπιάνα... θέλω τόσο πολύ να γίνεις η κοπέλα μου.» της λέει και η ανάσα του είναι βαριά.

«Δεν...»

«Δεν χρειάζεται να απαντήσεις τώρα. Σκέψου και μου λες όποτε θες. Θα περιμένω!» την διακόπτει απαλά.

«Εντάξει.» απαντά και γυρίζει να μπει στο σπίτι της.

Μόλις μπει μέσα ακούει θόρυβο από την κουζίνα. Τρέχει και βλέπει τον Τάιλερ με την Μπεατρίξ να φασώνονται πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Ξεροβήχει και εκείνοι σταματάνε καθώς απομακρύνονται απότομα ο ένας από τον άλλο.

«Ωχ! Δεν ήξερα πως θα γύριζες τόσο νωρίς!» της λέει η Μπεατρίξ προσπαθώντας να ρυθμίσει την ανάσα της.

«Ναι.. δεν πειράζει.» απαντά μελαγχολικά.

«Όλα καλά;» ρωτάει ο Τάιλερ.

«Περίπου.» ξεφυσάει η κοπέλα.

«Λέγε!» απαιτεί εκείνος και κάθεται στο τραπέζι.

VOTE & COMMENT. THANK YOU:*

Ο Γείτονας!Where stories live. Discover now