(35)

1K 107 10
                                    

Η μέρα της αναχώρησης έφτασε. Η ατμόσφαιρα είναι συναισθηματικά φορτισμένη όσο δεν πάει. Όλοι είναι εκεί, να την αποχαιρετήσουν. Όλοι εκτός από τον... Χάρρυ. Εκείνος δεν έχει ιδέα για το γεγονός πως εκείνη φεύγει. Νιώθουν άσχημα που τον έχουν στην απ' έξω, όμως η Φαμπιάνα ξέρει πως αν τον δει δεν πρόκειται να φύγει και δεν θα μπορέσει να κρατηθεί από το να τον φιλήσει.

Η βαλίτσες έχουν μπει στο ταξί και όλοι είναι έξω από το σπίτι της. Τους χαιρετάει όλους, έναν προς έναν αγκαλιάζοντάς τους σφιχτά, γιατί ξέρει πως θα αργήσει να τους δει ξανά. Μόλις χαιρετήσει τον Τάιλερ, βλέπει τον Χάρρυ να τους κοιτάζει σαστισμένος από το παράθυρο του. Εκείνη μπαίνει γρήγορα στο ταξί και μόλις αρχίσει να απομακρύνεται, ακούει την φωνή του να φωνάζει το όνομά της. Δεν κοιτάζει πίσω της, απλά συνεχίζει να έχει το κεφάλι της στραμμένο μπροστά... τα μάτια της βουρκώνουν. Νιώθει την καρδιά της να σπάει σε χίλια μικρά κομμάτια, όμως ξεκινάει μια καινούργια ζωή και ελπίζει πως θα μαζέψει τα κομμάτια αυτά. Ή τουλάχιστον θα προσπαθήσει και για τα δυο.

Φτάνει στο αεροδρόμιο. Ελέγχει το εισιτήριό της. Ετοιμάζεται και πηγαίνει να καθίσει στον χώρο αναμονής. Μετά από καμιά ώρα μπαίνει στο αεροπλάνο. Ο Χάρρυ φτάνει στο αεροδρόμιο. Αρχίζει να τρέχει στους διαδρόμους για να την βρει.

«Η πτήση 221 για Μπράντφορντ αναχωρεί!» ακούγεται μια γυναικεία φωνή που αντηχεί σε ολόκληρο τι αεροδρόμιο.

Ξεκινάει να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί. Κάποια στιγμή βλέπει ένα αεροπλάνο να απογειώνεται. Πηγαίνει στο παράθυρο... σηκώνει αργά το χέρι του και το ακουμπάει πάνω του πικραμένος και απογοητευμένος. Αρχίζει να κλαίει πνιχτά. Το κεφάλι του είναι κατεβασμένο... την έχασε και δεν μπορεί να την βρει... ή μήπως μπορεί;

[...]

Το ταξίδι ήταν άβολο, όμως τελείωσε. Η κοπέλα αποβιβάζεται και βγαίνει από το αεροπλάνο. Καλεί ένα ταξί και του λέει την διεύθυνση του καινούργιου της σπιτιού. Ελπίζει να μην έχει γείτονες, αρκετά τράβηξε... φτάνοντας κατεβάζει τις βαλίτσες και προχωράει προς την πόρτα. Βλέπει πως το κουδούνι γράφει και ένα άλλο όνομα... Σμάντσς. Χτυπάει και ένας υπέροχος νεαρός της ανοίγει.

«Γεια...» λέει άβολα η κοπέλα.

«Γεια! Η Φαμπιάνα να υποθέσω;» ρωτάει απότομα.

«Ναι... και εσύ είσαι...»

«Τζέιμς... Τζέιμς Σμάντς! Πέρνα!»

«Πάντα τόσο απότομος είσαι;» ρωτάει μπαίνοντας μέσα.

«Μόνο με όσους μου την σπάνε.»

«Και εγώ γιατί στην σπάω; Ούτε που με ξέρεις;»

«Γιατί αναγκάζομαι να ζήσω μαζί σου!»

«Καλά άραξε λίγο, θα δεις... μια χαρά θα περάσουμε.» χαμογελάει.

«Ναι ναι οκει, ότι πεις. Στο βάθος δεξιά είναι το δωμάτιό σου. Το δικό μου είναι απέναντι.» λέει αδιάφορα και πηγαίνει στην κουζίνα.

Αρχίζει να προχωράει... έξω από την πόρτα του Τζέιμς έχει μια πινακίδα τρίγωνη που γράφει: «Απαγορεύεται η είσοδος!». Χαμογελάει... ''τι περίεργος τύπος'', σκέφτεται. Αρχίζει να τακτοποιείται μέχρι που ακούει τον Τζέιμς να φωνάζει.

«Έχει ζεστό νερό αν θες να κάνεις μπάνιο.»

«Εντάξει, ευχαριστώ!» συνεχίζει να τακτοποιείται.

Μετά από λίγο μπαίνει για μπάνιο. Μόλις τελειώσει βγαίνει και ξεκινάει να κατευθύνεται στο δωμάτιό της, όμως πέφτει πάνω στον Τζέιμς. Την κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω με ένα εξονυχιστικό βλέμμα. Εκείνη, σφίγγει την πετσέτα πάνω της.

«Τι κοιτάς;» ρωτάει κάπως ενοχλημένη.

«Έχεις ωραία σώμα και δεν στο είχα!» την ειρωνεύεται.

Σηκώνει το φρύδι της και πηγαίνει στο δωμάτιό της. Βάζει ένα μαύρο κολάν και ένα απλό t-shirt που πάνω γράφει "Boy Bands = Obsession". Iσιώνει τα μαλλιά της, βάφεται ελάχιστα και ξεκινάει να φύγει.

«Φεύγω!» λέει απότομα.

«Που πας;» ρωτάει αδιάφορα.

«Βόλτα θα έρθεις;»

«Ναι... θα σου κάνω ξενάγηση.»

«Τελικά άμα θέλεις γίνεσαι πολύ καλός.»

«Χαχα μην το παίρνεις και πάνω σου πάντως.» χαμογελάει πονηρά.

Μπαίνουν στο αυτοκίνητό του και πηγαίνουν σε ένα μουσείο. Περνάνε ώρες μαζί, ώσπου κουράζονται και κάθονται σε ένα εστιατόριο να φάνε. Μιλάνε και γνωρίζονται καλύτερα.

«Τελικά δεν είσαι τόσο απαίσιος όσο νόμιζα!» του χαμογελάει.

«Ούτε εσύ. Καλό τυπάκι φαίνεσαι.» σηκώνει το φρύδι του.

«Είμαι είμαι!» απαντά εκείνη και γελάει.

«Ναι καλά, μην το παίρνεις και πάνω σου.»

Του βγάζει την γλώσσα και αρχίζουν να γελάνε. Μιλάνε για λίγο ακόμα, ώσπου αποφασίζουν να πάνε να φάνε ένα γλυκό. Πήρανε μια κρέπα με σοκολάτα και μια μπάλα παγωτού, δυο κομμάτια τούρτα με kinder-buenno και oreo και δυο μεγάλα κοκάκια.

«Λίγο θα φάμε!» γελάει.

«Ναι ρεε τι λες τώρα!»

«Να παχύνω θέλεις;»

«Αυτό ακριβώς!» την ειρωνεύεται.

«Άι ρε!» γελάει και τον σκουντάει απαλά.

Αρχίζουν να τρώνε, ώσπου καταλήγουν να τα φάνε όλα και να σκάσουν. Πληρώνει ο Τζέιμς, με τα χίλια ζόρια και πηγαίνουν σπίτι. Κάθονται να δουν τηλεόραση και καταλήγει να τους παίρνει ο ύπνος στον καναπέ...

VOTE & COMMENT. THANK YOU:*

Ο Γείτονας!Where stories live. Discover now