(34)

1K 108 2
                                    

Ανεβαίνει στο δωμάτιό της και κάθεται στο κρεβάτι της. Πρέπει να ειδοποιήσει το πανεπιστήμιο στο Μπράντφορντ. Δεν θέλει να φύγει, ειδικά τώρα που τους συνήθισε όλους και όλα, τώρα που βρήκε την παρέα της, όμως δεν μπορεί να βρίσκεται δίπλα στον Χάρρυ και να μην είναι δικός της. Πονάει... πονάει πολύ. Καλύτερα μακριά και χώρια. Ο καθένας θα προχωρήσει την ζωή του χωρίς να σκέφτεται τόσο πολύ τον άλλο.

Ακούει την πόρτα να χτυπάει. Γυρίζει και βλέπει το κεφάλι του Τζέρεμι να ξεπροβάλει. Οκει... ήταν το μοναδικό άτομο που δεν περίμενε να δει με τίποτα. Ειδικά τώρα και ειδικά σήμερα. Κάθεται δίπλα της και την παίρνει μια αγκαλιά. Αφού απομακρυνθούν την κοιτάζει μέσα στα μάτια. Εκείνη νιώθει πως ξέρει... πως ξέρει για την απόφασή της όμως... πως; Εκείνος παίρνει πρώτος τον λόγο.

«Φαμπιάνα γιατί θέλεις να φύγεις;» ρωτάει λυπημένα.

«Γιατί.. δεν μπορώ Τζέρεμι! Δεν μπορώ να τον βλέπω συνέχεια και να μην μπορώ να τον πλησιάσω ή να τον αγγίξω όπως θέλω. Θα είναι καλύτερα και για τους δυο. Θα προχωρήσουμε παρακάτω!»

«Ναι... όσο και να μην θέλω να το παραδεχτώ έχεις δίκιο.»

«Απάντα μου όμως σε κάτι άσχετο! Πως και ήρθες εδώ και μάλιστα... πως ξέρεις για την απόφασή μου;»

«Η μητέρα σου με πήρε τηλέφωνο για να σου αλλάξω γνώμη. Δεν έβρισκε τον Ζοζέφ...»

«Γκρρρ γιατί ανακατεύεται παντού αυτή η γυναίκα γαμώ; Δεν έχει κάνει ήδη αρκετά;» φωνάζει.

«Το καλό σου θέλει και άσε που αν φύγεις θα της λείψεις...» απαντά ήρεμα.

«Δεν με νοιάζει! Εξαιτίας της ηλίθιας απροσεξίας της εγώ είμαι αδελφή με το αγόρι που αγαπώ!  Οπότε νομίζω πως έχω κάθε λόγο να είμαι θυμωμένη μαζί της, δεν νομίζεις;» ρωταει ειρωνικά καθώς σταυρώνει τα χέρια της και εκείνος αναστενάζει.

«Ναι, έχεις δίκιο και σε αυτό, όμως... είναι η μητέρα σου. Δεν μπορείς να της είσαι θυμωμένη για πάντα.»

«Ναι, μπορώ!»

«Ότι πεις.» ξεκινάει να φύγει.

«Τζέρεμι...»

«Ναι...» γυρίζει να την κοιτάξει.

«Αν γίνεται μην πεις τίποτα σε κανένα και ειδικά στον Χάρρυ. Δεν θέλω να μάθει ακόμα εντάξει;»

«Εντάξει.» η φωνή του γίνεται ψίθυρος καθώς φεύγει από το δωμάτιο.

Η κοπέλα μένει πάλι μόνη της. Το δωμάτιο της φαίνεται τόσο αποπνικτικό και τόσο μικρό. Αποφασίζει να βγει μια βόλτα και να πάει στον τάφο του Τζακ. Έχει καιρό να τον «δει». Αγοράζει ένα λευκό τριαντάφυλλο και μόλις φτάσει το αφήνει πάνω στον κατάλευκο και πεντακάθαρο τάφο. Λογικά η οικογένεια του θα είχε περάσει σήμερα, αφού το καντίλι είναι αναμένο όπως και τα κεράκια. Βλέπει την φωτογραφία στην οποία είναι τόσο χαμογελαστός, τόσο χαρούμενος, τόσο ευτυχισμένος και τόσο ζωντανός. Οι τύψεις τις επιστρέφουν, ποτέ δεν είχαν φύγει, απλά τις έθαβε. Όποτε άκουγε όμως ή έβλεπε κάτι που έχει να κάνει με τον Τζακ, επέστρεφαν σαν νευριασμένες μέλισσες κι την τσιμπούσαν πολύ, τόσο που πονούσε ξανά και ξανά.

Ο Γείτονας!Where stories live. Discover now