10

728 47 0
                                    

Τέλη Ιουλίου.

Ο καιρός είναι πολύ καυτός όπως και εκείνη κάτω από τον ήλιο.

« Άννα! »

« Ρένια;!; »

« Εδώ Γη! » λέει και γελάει.

« Σουυυς... Δες πόσο υπέροχη είναι. Σαν βρεγμένο γατάκι. »

«   Ο ρομαντισμός σου με ξεπαιρνάει. »

« Χαχαχαχ »  γελάω και πάω να βουτήξω να βρω το γατάκι.

« Πρόσεχε μην το πνίξεις γύπα! »

« ΣΚΑΣΕ ΡΕΝΙΑ! » φωνάζω και γελάω.

Βουτάω κατευθείαν μέσα στην θάλασσα και πάω να την βρω. Είναι με πλάτη... Πάω πίσω της και την αγκαλιάζω από πίσω.

« Δεν είσαι γύπας... » μου λέει και μπλέκει τα δάχτυλα της με τα δικά μέσα από το μπλε κρυστάλλινο νερό.

« Είμαι σαύρα τα έχουμε πει αυτά. Όταν σε βλέπω ή σε σκέφτομαι ή μιλάμε τα μάτια μου αλλάζουν χρώμα. Άκου εκεί γύπας.... Ξέρεις ποιος είναι γύπας; » γελάει και ρωτάει. « Ποιός; »

« Αυτός εκεί με τα μπλε γυαλιά που σε έχει σταμπάρει εδώ και κάνα τέταρτο. »

« Αυτός είναι μπεκάτσα. Άσχημος. Δεν μου κάνει. Αυτή εκεί πάλι είναι γοργόνα. Θέλει να σε μαγέψει με το υπέροχο σώμα της. »

« Δεν είναι πιο υπέροχη από εσένα όμως. Όσο ωραίο σώμα και να έχει τα μάτια μου κοιτάζουν ένα. Το οποίο έχει μια πολύ όμορφη καρδιά μέσα του και είναι υπό την προστασία μου από γύπες. » αρχίζει να γελάει και χώνεται αγκαλιά μου. Ψιθυρίζει στο αυτί μου... « Σε αγαπάω » σκύβω και εγώ στο αυτί της « Και εγώ σαγαπάω... » 

Νερό πέφτει από πάνω μας και φυσικά θα είναι ο Νίκος.

ΜΠΛΟΥΜ! Ακούγεται και σκάει δίπλα μας η Ρένια. Μπαίνει μέσα στην θάλασσα και λίγα δευτερόλεπτα ανεβαίνει στην επιφάνεια.

« ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΆ! ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΠΑΛΙΙΙΙ »

« Μαζόχα είσαι; » ρωτάω και έχω πεθάνει στα γέλια.

Μου ρίχνει νερό στα μούτρα.

Της ρίχνω και εγώ.

Μετά μου ρίχνει ο Νίκος επειδή"έθιξα" την κοπέλα του.

Έρχεται η σειρά της Ελένης. Ρίχνει σε όλους και μπαίνει κάτω από το νερό.

« ΑΔΙΚΙΑ! » φωνάζω και νιώθω να με τραβάει προς τα μέσα. 

Με αφήνει και βγαίνει μαζί μου.

Πάμε έξω στις πετσέτες μας.

« Πάμε στον κλειστό χώρο να πλυθούμε; » με ρωτάει και βλέπω κάτι άγριο στο μάτι της.

« Πάμε... γατάκι.»  σηκωνόμαστε και προχωράμε προς τις ντουζιέρες πάνω στις ζεστές πέτρες χωρίς παντόφλες.

Μπαίνουμε μέσα και δεν είναι κανείς.
Πάει στην πιο μέσα η οποία η μισή από έναν τοίχο και με τραβάει από το χέρι.

Ανοίγει το νερό και μου γυρνάει πλάτη.
Χαϊδεύει το σώμα της για να "διώξει" το αλάτι. Βάζω τα χέρια μου στην μέση της και την κολλάω πάνω μου. Την φιλάω αργά και με δαγκώματα στον λαιμό. Εκείνης βαραίνει η ανάσα της και ψάχνει τα χείλη μου να τα φιλήσει. Της τα δίνω.
Καθώς φιλιόμαστε κατεβάζω τα χέρια μου στο V της και περνάω τα δάχτυλα μου ελαφρώς από πάνω. Γυρίζει κανονικά, περνάει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και πηδάει πάνω μου. Μας κολλάω στον τοίχο και αρχίζω να την φιλάω παθιασμένα και το νερό πέφτει μας,σε όλο το σώμα μας... 

Κοιταζόμαστε στα μάτια...

« Νομίζω πως πρέπει να πάμε... Θα μας ψάχνουν...» μου λέει και την αφήνω κάτω.

« Όταν πηδάς πάνω μου προετοίμασε με να ξέρω γιατί θα μου φύγει η μέση καμιά μέρα. Όχι ότι είσαι βαριά απλά ξέρεις,το χτύπημα... »

« Χαχα εντάξει μωρό μου..  »

Όταν με λέει έτσι λιώνω.

Της χαμογελάω και επιστρέφουμε στα παιδιά τα οποία έχουν βγει και αυτά. Τρώνε παγωτό αγκαλίτσα. Τα γλυκούλια.

Έτσι θέλω να είναι όλες οι μέρες μας πριν φύγω ίσως για πάντα.

Το κορίτσι που αγάπησα.Where stories live. Discover now