Κεφάλαιο 2

6.9K 287 24
                                    

"Κοριτσάκι μου σου μιλάω." Μου ξανά λέει ο πατέρας μου.

"Ναι είμαι έτοιμη, έτσι νομίζω δηλαδή." Η Στεφανία μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Γύρισα και κοίταξα τον πατέρα μου, με έβλεπε με μία ανησυχία, λυπήθηκα και του χαμογέλασα προσπάθησα δηλαδή.

"Πατέρα νομίζω πρέπει να κατέβω."
"Ναι έχεις δίκιο." Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και μου άνοιξε την πόρτα.

Κατέβηκα προσεχτικά και κοίταξα τον πατέρα μου στα μάτια ψάχνοντας για ένα σημάδι ότι όλα θα πάνε καλά.

Η Στεφανία ήρθε τρέχοντας να μου στρώσει το νυφικό μου. Όταν τελείωσε έφυγε από κοντά μας.

Ο πατέρας μου με πήρε αγκαζέ και με τρεμάμενα πόδια ξεκινήσαμε να περπατάμε,ένιωθα ότι θα έπεφτα κάτω.

"Πατέρα μην με αφήσεις να πέσω." Του είπα ψιθυριστά.

"Πότε κορίτσι μου, ξέρεις μου θυμίζεις την μητέρα σου." Με ξάφνιασε, ποτέ δεν μιλά για την μητέρα μου.

Του χαμογέλασα όσο μπορούσα.
Κοίταξα γύρω και αναγνώρισα ελάχιστους συγγενής και φίλους μου.

"Πριγκίπισσα βλέπε ευθεία,πλησιάζουμε προς τον Αχιλλέα." Ένιωσα την καρδιά μου να κτυπά πιο γρήγορα.

Σήκωσα τα μάτια μου και πέσανε λογικά στον Αχιλλέα που με κάρφωνε ήδη. Τον κατάλαβα γιατί κράταγε ανθοδέσμη στα χέρια του.

Η καρδιά μου θα έβγαινε έξω από το στήθος μου. Είναι ψηλός αρκετά ψηλός μπορώ να πω, τα μαλλιά του είναι καστανόξανθα και σίγουρα ο τύπος είναι γυμνασμένος, είναι εμφανής ότι έχει τατουάζ που διακρίνονται αν προσέξεις αρκετά κάτω από το άσπρο πουκάμισο που φοράει επίσης έχει σαρκόδι χείλη και έντονες γωνίες.Τα μάτια του δεν μπορώ να τα διακρίνω ακόμα.

"Αριάνα ηρέμησε." Μου λέει ο πατέρας μου. Δεν κατάλαβα ότι τόση ώρα έτρεμα.

Φτάσαμε μπροστά του.

Σήκωσα ξανά τα μάτια μου που βλέπανε κάτω και είδα τα δικά του μάτια.

Τώρα καταλαβαίνω γιατί καμία δεν μπορεί να του αντισταθεί. Τα μάτια του είχαν γκρίζο χρώμα. Σε εχμαλότιζαν.

Μου άπλωσε το χέρι δίνοντας μου την ανθοδέσμη και εγώ την πήρα στα χέρια μου χωρίς να τον ακουμπήσω.

"Να μου την προσέχεις,είναι ότι μου έχει απομείνει." Είπε ο πατέρας μου.

"Μην ανησυχείς Μιχάλη, θα την προσέχω." Άκουσα την βαριά φωνή του για πρώτη φορά. Κάτι μέσα μου έκανε την καρδιά μου να κτυπά ακόμα ποιό γρήγορα.

Ο πατέρας μου με άφησε, πήρε το χέρι μου, μου το έσφιξε και το έδωσε στο ήδη απειλούμενο χέρι του Αχιλλέα.

Ένιωσα έναν άγνωστο ηλεκτρισμό όταν τα χέρια μας ήρθαν σε επαφή.

Τον κοίταξα στα μάτια αλλά δεν κοιτούσε προς τα εμένα, ευτυχώς δηλαδή, θα έκανε τα πράγματα χειρότερα.

Όταν όλοι πήγαν στην θέση τους,ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε προς το ιερό.

Όλοι είχαν τα μάτια τους στραμμένα πάνω μας, λογικό αλλά μου προξενούσε μια αμηχανία.

Σταματήσαμε μπροστά στον ιερέα και η λειτουργία ξεκίνησε. Δεν ξέρω ποτέ φτάσαμε στο σημείο να μας τοποθετεί ο ιερέας τα στέφανα και πότε ρώτησε την κλασική ερώτηση του γάμου.

Φυσικά και οι δύο μας απαντήσαμε θετικά.

"Ο γαμπρός μπορεί να φιλήσει την νύφη."

Γύρισε προς το μέρος μου, έκανα και εγώ το ίδιο.

Αλλά έλα που εγώ έπρεπε να σηκώσω το κεφάλι μου ώστε να τον βλέπω.

Μανούλα μου αν με ακούς κάνε να μην με φιλήσει.

Έσκυψε πρός το μέρος μου, το ένα του χέρι τυλίχτηκε στην μέση μου, ένιωθα να καίγεται το σημείο που ακουμπούσε, και το άλλο πήγε πίσω από τον αυχένα μου.

Ήρθαμε σε απόσταση αναπνοής,τον κοιτούσα στα μάτια και δεν μπορούσα να κοιτάξω κάπου αλλού.

"Τρέμεις." Τον άκουσα να ψιθυρίζει.

Και όντως έτρεμα.

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα