Κεφάλαιο 25

5.7K 223 3
                                    

"Μην μου πείς πως ήταν λάθος δεν θε..." το χέρι του πάνω στα χείλη μου με σταματάνε και τον κοιτάω ερωτηματικά.
"Ξάπλωσε." Μου λέει και δείχνει το κρεβάτι,τον υπακούω καο ξαπλώνει και αυτός δίπλα μου. Ξεφύσαει και σφίγγει τα μάτια του.
"Μία φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που ερωτεύτηκε ένα κορίτσι." Αρχίζει να μιλά και προσηλώνομαι  σε αυτά που θα μου πει.

"Το κορίτσι δεν το γνώριζε και έτσι έγινα φίλοι,τα χρόνια περνούσαν και όταν το κορίτσι ήταν τεσσάρων ετών ο πατέρας της  την πήρε μακριά και δεν ξανά μίλησαν ούτε ειδόθηκαν ξανά. Το αγόρι πληγώθηκε από την απουσία του κοριτσιού,του έλειπε αφάνταστα." Σταματά και κάθετε πέρνει ένα τσιγάρο και το ανάβει.
"Συνέχισε." Τον παροτρύνω. Θέλω να μάθω το παρελθόν του.

"Το αγόρι ρωτούσε καθημερινά για το κορίτσι και για το που βρισκόταν αλλά δεν έπαιρνε απάντηση οπότε είχε παραιτηθεί από το να ρωτά για το κορίτσι. Πλέον ήταν ένας έφηβος που γυρνούσε με την κάθε κοπέλα που έβρισκε μπροστά του, σκεφτόταν πως δεν άξιζε καμία για εκείνον πάρα μόνο το κορίτσι. Όταν το αγόρι έγινε ενήλικας ρώτησε τον πατέρα του που ήταν το κορίτσι και με τα ζόρια του είχε πει. Πήγε και την βρήκε, το κορίτσι ήταν πλέον μια γυναίκα. Την ερωτεύτηκε ξανά από την αρχή, ήθελε να της μιλήσει αλλά δεν μπορούσε, το κορίτσι πλέον ανήκε σε άλλον,κάτι ράγισε μέσα του αλλά το αγόρι το δέχτηκε και παρακολουθούσε την ζωή της από μακριά, ήξερε τι γίνεται στη ζωή της και αυτό του αρκούσε. Η ζωή του αγοριού  πλέον είχε πιάσει την κατηφόρα, σεξ με άγνωστες,ποτό, τσιγάρο και ύπνο αυτή ήταν η ζωή του. Ο πατέρας του αγοριού τον βοήθησε να βρεί τον δρόμο του και πλέον είχε σπουδάσει όπου στο Πανεπιστήμιο βρήκε τον κολλητό του,του οποίου του είχε πει τα πάντα, μετά άρχισε δουλειά στη εταιρία του πατέρα του. Το αγόρι κοιμήθηκε με μία άγνωστη όπως έκανε κάθε νύχτα, όμως η κοπέλα που είχε μείνει έγκυος στο παιδί του, δεν ήθελε η κοπέλα να ρίξει το μωρό οπότε το γέννησε, το αγόρι πλέον είχε ερωτευτεί ένα άλλο κορίτσι την κόρη του. Όταν η κόρη του αγοριού σε ηλικία τεσσάρων ετών είχε πεθάνει μαζί με την μητέρα του σε τροχαίο είχε γίνει σκληρός για να μην νιώθει τον πόνο το μόνο στήριγμα του ήταν ο κολλητός του. Το αγόρι μισούσε τους πάντες,του έφταιγαν όλοι,οι περισσότεροι τον φοβούνταν και ελάχιστοι τον ανέχονταν. Το αγόρι ήθελε να ξεσπάσει με κάποιον τρόπο και έτσι όλο το μίσος του ήθελε να το βγάλει στον πατέρα του κοριτσιού που είχε ερωτευτεί τότε." Σταματά και δεν πιστεύω αυτά που είπε,μου έρχονται πολλές ερωτήσεις στο μυαλό μου αλλά περιμένω να ακούσω την συνέχεια.
"Θα με μισήσεις." Ψιθυρίζει και δεν μου αφήνει περιθώρια να μιλήσω ή να ρωτήσω γιατί αφού αρχίζει να ξανά μιλάει.
"Το αγόρι λοιπόν ήθελε να εκδικηθεί και θα το έκανε με κάθε κόστος και τα κατάφερε, τον διέλυσε οικονομικά. Μετά από αυτό ο πατέρας του κοριτσιού έπαθε έμφραγμα και το αγόρι πήγε και τον βρήκε στο νοσοκομείο, το μετάνιωσε αλλά ήταν αργά πολύ αργά. Ζήτησε συγγνώμη από τον πατέρα και αυτός την δέχτηκε. Το αγόρι του ανοίχτηκε και του είπε τα πάντα και ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια που είχε ξανά  κλάψει. Το αγόρι υποσχέθηκε να επανορθώσει το λάθος του, ο πατέρας του κοριτσιού ζήτησε να μην μαθευτεί πώς είχε χρεοκοπήσει πόσο μάλλον ότι θα τον βοηθούσε το αγόρι και έτσι ο πατέρας του ζήτησε να παντρευτεί την κόρη του ώστε να καλύψει την οικονομική βοήθεια που θα του πρόσφερε το αγόρι. Το αγόρι δεν ήθελε να παντρευτεί το κορίτσι γιατί δεν τον ενδιέφερε πλέον η ύπαρξη της." Πέρνει ανάσα και με κοιτάει,από τα μάτια μου τρέχουν δάκρυα.
"Εγώ είμαι το κορίτσι. Με μι..."  με διακόπτει και πάλι.
"Άφησε με να τελειώσω." Μου λέει και μου σκουπίζει τα δάκρυα μου.
"Μόλις σε είδα ξανά στην εκκλησία μετά από τόσα χρόνια που είχα να σε δώ, ένιωσα θυμό πολύ θυμό για  αυτό σου μιλούσα έτσι,θύμονα που δεν με θαυμάσου, που δεν με είχες αναγνωρίσει, που στο βλέμμα σου καθρεφτιζόταν η απέχθεια όμως..."
"Σταματά!" Λέω και σηκώνομαι,δεν μπορώ να ακούσω άλλο.

Στέκομαι απέναντι του και δεν με κοιτάει.
"Κοίτα με!" Του φωνάζω και υπακούει.
"Δεν έφυγα με την θέληση μου! Ήμουν μόλις τεσσάρων ετών πως ήθελες να σε θυμάμαι;! Παραλίγο να χάσω τον πατέρα μου εξαετίας σου Αχιλλέα! Δεν ήταν η αιτία για όλα αυτά που πέρασες!" Του φωνάζω καθώς  τα δάκρυα μου βγαίνουν σαν χείμαρροι από τα μάτια μου. Αρχίζω να τον κτυπάω χωρίς να μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου.

Ακινητοποιεί τα χέρια μου και κάθομαι στην αγγελία του. Προσπαθώ να ηρεμήσω αλλά μάταια.
"Λυπάμαι πολύ Αριάνα,δεν ήξερα τι έκανα,μισούσα τους πάντες και μου έφταιγαν όλοι και όλα." Μου ψιθυρίζει και μένουμε έτσι για λίγο. Όταν ήρεμω αποφασίζω να του πω αυτό που ήθελα να του πω απο την πρώτη φορά που τον είδα.
"Καταλάθος σε ερωτεύτηκα Αχιλλέα." Δεν λέει κάτι και αφαιρώ τα χέρια του από πάνω μου και σηκώνομαι.

Πλησιάζω πρός την πόρτα και την ανοίγω όμως το χέρι του την κλίνει.
"Που πάς μικρή;"
"Φεύγω." Του απαντάω απότομα.
"Δεν έχεις να πάς πουθενά μωρό μου." Ξεφυσάω.
"Τι θέλεις Αχιλλέα; σε μισώ." Με γυρίζει πρός το μέρος του.
"Εσένα Αριάνα και δεν το νομίζω μωρό μου." Μου λέει και το βλέμμα του με καίει. Και εγώ τον θέλω αλλά πρέπει να συγκρατήσω τις ορμόνες μου και έχω νεύρα μαζί του. Τι σκεφτόταν και ξέσπασε πάνω στον πατέρα μου;!

"Δεν στο συγχωράω αυτό που έκανες."
"Ζήτησα συγγνώμη."
"Και όλα λύθηκαν;! Είσαι απίστευτος!"
"Το ξέρω. " θα τον σκοτώσω έλεος! Δεν το σχολιάζω και αλλάζω θέμα.
"Νυστάζω Αχιλλέα άφησε με να πάω στο δωμάτιο μου."
"Ωραία θα κοιμηθείς μαζί μου, υπόσχομαι πώς θα είμαι φρόνιμος." Μου λέει και τον κοιτάω με μισό μάτι.
"Πάω να βάλω πιτζάμες." Κάνω να φύγω αλλά δεν με αφήνει.
"Έχω μπλούζες." Μου λέει και κατευθύνεται προς την ντουλάπα του και μου ρίχνει μία μαύρη  μπλούζα του. Μυρίζει Αχιλλέα.

"Γυρνά!" Τον προστάζω, ξινήζει και γυρνάει. Βγάζω τα ρούχα μου βιαστικά και φοράω την μπλούζα του η οποία φτάνει λίγο πιο πάνω από τα γόνατα μου. Το βλέμμα μου στρέφεται στον Αχιλλέα ο οποίος έπαιρνε μάτι.
"Ακόμη σου είπα να γυρίσεις." Του λέω καθώς κάνω άκρη το πάπλωμα και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Τα σεντόνια έχουν την μοιροδια του.

Τον ακούω να γελάει και μετά από λίγα λεπτά νιώθω το κρεβάτι να βουλιάζει και δύο στιβαρά μπράτσα να με αγκαλιάζουν. Νιώθω το στερνό του να πιέζεται πάνω στην πλάτη μου.
"Λυπάμαι για την κόρη σου."
"Την έλεγαν Ιόλη,είχε τα μάτια της μητέρας της αλλά τα μαλλιά της ήταν καστανόξανθα όπως τα δικά μου. Την λάτρεψα από το πρώτο λεπτό." Και τότε κατάλαβα ότι το κορίτσι στην φωτογραφία ήταν η αδικοχαμένη κόρη του.
"Λυπάμαι πολύ."
"Μμμ." Μούλες Αχιλλέα!
"Δεν σε συγχώρεσα." Με φιλάει στο σβέρκο μου. Ανατριχιάζω.
"Θα προσπαθήσω να με συγχωρέσεις.Κοιμήσου." Μου λέει και με σφίγγει στην αγκαλιά του. Ελπίζω Αχιλλέα.

Τα μπράτσα του πιέζουν την μέση μου και η θερμή του κορμιού του γίνεται όλο και πιο αισθητή. Τα βλέφαρα μου κλίνουν και κοιμάμαι ήρεμα.

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα