Κεφάλαιο 49

4.9K 215 8
                                    

Το επόμενο πρωί με βρίσκει να ξαπλώνω στην πολυθρόνα και υποτίθεται πως βλέπω τηλεόραση.
"Μίλησες με τον Άλεξ;" Μου λέει στο ξεκάρφωτο η Στεφανία.

Η αλήθεια τσακώθηκα με τον Άλεξ γιατί δεν του είπα για την εγκυμοσύνη. Της γνέφω αρνητικά και ξεφυσάει,μου πετάει το τηλέφωνο της και τον πέρνω τηλέφωνο. Αν τον έπιανα από το δικό μου θα μου το έκλεινε και η Στεφανία το ξέρει.

"Έλα." Τον ακούω να λέει μόλις το σηκώνει.
"Σε παρακαλώ μην κλείσεις."
"Τι θες;" μου λέει άγρια.
"Έχω τον άλλον να μου μιλάει έτσι,αν θα συνεχίσεις πες μου να το κλείσω." Του λέω και ξεφυσάει.
"Που είσαι;" με ρωτάει και του λέω.

Μετά από αρκετά λεπτά ακούγεται η πόρτα να κτυπά και βλέπω την Στεφανία να πηγαίνει και να την ανοίγει. Μπαίνει μέσα ο Άλεξ και μένει και με κοιτάει.
"Τι είναι;" με ρωτάει και μου δείχνει την κοιλιά μου.
"Αγόρι." Του λέω και αρχίζει να με πλησιάζει. Με αγκαλιάζει και μ σφίγγει όσο μπορεί πάνω του.
"Είσαι ηλίθια." Μου λέει και χαμογελάω.
"Με αγαπάς." Του λέω και βγαίνω έξω την αγκαλιά του.
"Το ξέρω, Αχιλλέας;" με ρωτάει και μουτρώνω.
"Με μισεί." Του λέω και αρχίζω να του εξιστορώ αυτά που έγιναν.
"Και δεν σε έχει ψάξει;" με ρωτάει σοκαρισμένος και γνέφω αρνητικά. Με βάζει στη αγκαλιά του και μένουμε έτσι.

Έχουνε περάσει μήνες και είμαι στον μήνα μου για να γεννήσω. Ο Αχιλλέας δεν με έχει ψάξει και αυτό μου χαλούσε και μου χαλάει την ψυχολογία. Έκανε ολόκληρο θέμα που δεν του είπα για το παιδί και τώρα ούτε να ψάξει. Ροτούσα την Στεφανία αν έχει νέα του αλλά η απάντηση της ήταν αρνητική.
"Τι σκέφτεσαι;" με ρωτάει η Στεφ και ανασηκώνω τους ώμους μου.
"Έχεις νέα του;" την ρωτάω και με κοιτάει με λύπη.
"Δεν θέλω να σε κοροϊδεύω άλλο,ξέρω απλά δεν μπορώ να σου πω." Μου λέει και κοιτάω κάτω.
"Πάω να ψωνίσω φαγώσιμα και ερχόμε,δεν θα αργίσω." Μου λέει και της γνέφω. Βγαίνει βιαστικά έξω και μένω μόνη.

Σηκώνομαι πάνω με δυσκολία μίας και η κοιλιά έχει φουσκώσει πολύ,πηγαίνω στην κουζίνα και αρχίζω να κάνω φρυγανιές. Ξαφνικά νιώθω ένα δυνατό πόνο να με διαπερνά και φωνάζω,νιώθω υγρά να κυλάνε ανάμεσα στα πόδια μου και αρχίζει να με πέρνει πανικός. Πέρνω το τηλέφωνο μου και καλώ την Στεφανία αλλά ο ήχος του κινητού της ακούγεται στο σπίτι. Σκατά!

Ο πόνος με ξανά διαπερνά και ξανά φωνάζω. Πληκτρολογώ το τηλέφωνο της κλινικής του Διονύση αλλά δεν απαντάει κανείς,δοκιμάζω και του Άλεξ και το έχει κλειστό. Οι γονείς μου θα αργήσουν άρα μια επιλογή μου έμεινε. Αρχίζω να κλαίω από τον πόνο και χωρίς να το σκεφτώ πληκτρολογώ το νούμερο του Αχιλλέα.

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα