Κεφάλαιο 38

4.7K 200 20
                                    

Είμαι έξω από το κτίριο και βλέπω τον Τζο να με πλησιάζει.
"Είσαι καλά;"
"Έχω κουραστεί μαζί της." Του λέω καθώς πλησιάζω το αυτοκίνητο,  ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Κάνω σαν μωρό αλλά πραγματικά έχω κουραστεί.

Ο Τζόζεφ έχει ξεκινήσει να οδηγάει εδώ και λίγα λεπτά. Δεν θέλω να πάω σπίτι έτσι πέρνω τηλέφωνο την Στεφανία και μέσα σε λίγα λεπτά μου απαντά.
"Μπα μας θυμήθηκες;" μου λέει με παράπονο.
"Συγνώμη Στεφανία." Της λέω και αναστενάζει.
"Έλα από εδώ βλαμμένη." Μου λέει και χαμογελάω.
"Έρχομαι ηλίθια." Της λέω και το κλείνω.
"Τζο στο σπίτι της Στεφανίας σε παρακαλώ." Του λέω και μου γνέφει.

Πλέον έχουμε φτάσει μπροστά στο διαμέρισμα της Στεφανίας.
"Μπορείς να φύγεις θα με φέρει σπίτι ο Άλεξ."
"Εντάξει μικρή." Μου λέει και ανοίγω την πόρτα και κατεβαίνω κάτω.

Κτυπάω την πόρτα της Στεφανίας και την ακούω να τρέχει. Την ανοίγει και με αγκαλιάζει.
"Μου έλειψες βλαμμένη."
"Και εμένα ηλίθια." Της λέω και με τραβάει μέσα.
"Λοιπόν;" μου λέει και την κοιτάω ερωτηματικά.
"Όλα καλά;" με ρωτάει και κάθομαι στην πολυθρόνα,έρχεται και κάθεται δίπλα μου.
"Έχω κουραστεί,δεν θα μας αφήσει ποτέ ήσυχους." Της λέω και με τραβάει στην αγκαλιά της. Μένουμε έτσι για λίγο και ηρεμώ στην αγκαλιά της.
"Ο Άλεξ;"
"Έξω με την Δανάη." Μου λέει και της γνέφω.
"Ο έλα τώρα δεν θα είσαι έτσι,έλα να φτιάξουμε βραδινό." Μου λέει και με τραβάει πρός την κουζίνα.
"Από τώρα;" την ρωτάω και με κοιτάει.
"Η ώρα είναι έξι κατέβα λίγο στη γη." Μου λέει με χιούμορ και της βγάζω την γλώσσα.

Η ώρα είναι επτά και μόλις έχουμε τελειώσει με το φαγητό και τώρα καθαρίζουμε την κουζίνα. Ακούμε το κουδούνι και η Στεφανία πηγαίνει και ανοίγει. Βλέπω τον Αχιλλέα και τον Ίαν να μπαίνοιν μέσα. Μένω και τον κοιτάω αλλά δεν μου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα και γυρίζω στην δουλειά μου.
"Τι έχει;" μου λέει ψιθυριστά η Στεφ και ανασηκώνω τους ώμους μου λυπημένα.
"Άστα αυτά και έλα." Μου λέει και πέρνει από το χέρι μου το πανί που κρατούσα και με τραβάει στο σαλόνι.

Κάθομαι δίπλα του και τον κοιτάω αλλά αυτός κοιτάει κάτω. Τέλεια.
Ακούμε κλειδιά και η πόρτα ανοίγει. Η Δανάη έχει ένα χαμόγελο ως τα αυτιά και το ίδιο και ο Άλεξ.
"Μπα μας έκανες την τιμή;" μου λέει και σηκώνομαι πάνω. Με κλίνει στην αγκαλιά του.
"Μου έλειψες." Του λέω και με σφίγγει. Βγαίνω από την αγκαλιά του και αγκαλιάζω την Δανάη.

Η ώρα έχει πάει οκτώ το βράδυ και ο Αχιλλέας δεν μου δίνει σημασία βασικά δεν με κοιτάει καν,ο Ίαν είναι κολλημένος στην Στεφανία και ο Άλεξ με πειράζει που και που και η Δανάη με κοιτάει με απορία δείχνοντας μου τον Αχιλλέα διακριτικά.
"Λοιπόν εμείς θα φύγουμε." Ακούω τον Αχιλλέα να λέει και για πρώτη φορά μετά από ώρες με κοιτάει αλλά γρήγορα στρέφει το βλέμμα του αλλού.
"Έλα ρε Αχιλλέα." Του λέει ο Ίαν και ο Αχιλλέας τον κοιτάει προειδοποιητικά.
"Έχω δουλειά αύριο Ίαν." Του λέει και χαιρετάει τους υπόλοιπους και το ίδιο κάνω και εγώ.
"Μην χαθείς." Μου λέει η Στεφ στη πόρτα και της χαμογελάω.
"Στο υπόσχομαι." Της λέω και την αγκαλιάζω μια τελευταία φορά και βγαίνω έξω.

Έχουμε φτάσει στο σπίτι εδώ και λίγη ώρα. Ο Αχιλλέας δεν έβγαλε λέξη και φυσικά κλείστηκε στο γραφείο. Σφίγγω το μαξιλάρι στην αγκαλιά μου και προσπαθώ να καταλάβω τι έγινε και συμπεριφέρεται έτσι. Ακούω την πόρτα να ανοίγει και κλείνω τα μάτια μου και κάνω πώς κοιμάμαι,νιώθω το κρεβάτι να βουλιάζει και δεν κάνει καμία κίνηση για να με πλησιάσει.

Γυρίζω το σώμα μου και τον κοιτάω.
"Τι έγινε;" τον ρωτάω και με αγνοεί.
"Σου μιλάω." Του λέω και συνεχίζει. Κάθομαι στο κρεβάτι και τον κοιτάω. Καμία αντίδραση.
"Κοιμήσου." Μου λέει και χαμογελάω ειρωνικά.
"Σοβαρά;" του λέω και με κοιτάει.
"Τι έκανα;" τον ρωτάω και σφίγγει τα μάτια του.
"Τίποτα." Μου λέει και γυρίζει πλάτη.
"Τι σκατά σου είπε;" Τον ρωτάω και με κοιτάει.
"Αριάνα δεν έχω όρεξη αν θες να καβγαδόσεις κάνε το μόνη." Μου λέει και βουρκώνουν τα μάτια μου. Σηκώνομαι πάνω και βγαίνω από το δωμάτιο. Κατεβαίνω κάτω και κουλουριάζομαι. Προσπαθώ να καταλάβω τι έχω κάνει λάθος μα δεν μου έρχεται τίποτα στο μυαλό.
Τα λόγια της Βαλέριας παίζουν στο κεφάλι μου τελικά είχε δίκαιο,έπαιξε και τώρα με βαρέθηκε. Δάκρυα τρέχουν στα μάγουλα μου και με πέρνει ο ύπνος με τα δάκρυα ακόμα στο πρόσωπο μου.

Έχουνε περάσει τρείς εβδομάδες που ο Αχιλλέας είναι άφαντος,τον ακούω που έρχεται σπίτι αλλά δεν έρχεται στο δωμάτιο μας. Αυτές τις εβδομάδες δεν τρώω πολύ και με πιάνουν ζαλάδες που και που.
"Όλα καλά;" με ρωτάει η Στεφ και τις γνέφω.
"Μίλα μου."
"Θα φύγω από εκεί." Της λέω και αναστενάζει.
"Θα σου μιλήσει απλά δώσε του χρόνο." Με συμβουλεύει και τις γνέφω αρνητικά.
"Όχι Στεφανία έπαιξε και με βαρέθηκε φτάνει θα φύγω." Της λέω και ακούμε κλειδιά στην πόρτα,βλέπω τον Ίαν να μπαίνει μέσα και κοιτάω ερωτηματικά την Στεφ. Την πλησιάζει και την φιλάει,για κάποιο λόγο τα μάτια μου βουρκώνουν και τα ανοιγοκλείνω θέλοντας να εμποδίσω τα δάκρυα να κυλήσουν.
"Τώρα γιατί κλαίς;" με ρωτάει με χιούμορ η Στεφ και ανασηκώνω τους ώμους μου.
"Μας βγήκες ευαίσθητη τελικά."
"Ηλίθια." Της λέω και της βγάζω την γλώσσα.
"Βλαμμένη." Μου λέει και σηκώνομαι πάνω.
"Πάω σπίτι να σας αφήσω και μόνους." Λέω και η Στεφανία με αγκαλιάζει.
"Κάνε υπομονή." Μου λέει και τις γνέφω αρνητικά,αγκαλιάζω και τον Ίαν και φεύγω.

Έχω φτάσει στο σπίτι μετά από αρκετά λεπτά και βλέπω τον Τζο να τρέχει κοντά μου.
"Τι συμβαίνει;" τον ρωτάω και με τραβάει μακριά από την πόρτα του σπιτιού.
"Τίποτα απλά μείνε μαζί μου." Μου λέει και τον κοιτάω με απορία.
"Τζο θέλω να κοιμηθώ." Του λέω και πάω να φύγω αλλά με σταματάει.
"Θέλω να συζητήσουμε κάτι." Μου λέει και ξεφυσάω.
"Τζο σοβαρά θέλω να κοιμηθώ." Του λέω και πάω να ανοίξω την πόρτα αλλά ανοίγει και βγαίνει η Βαλέρια και πίσω της ο Αχιλλέας.

"Σοβαρά;" ρωτάω και τον κοιτάω αλλά αυτός δεν με κοιτάει.
"Δεν της είπες τίποτα;" τον ρωτάει η Βαλέρια και την κοιτάει προειδοποιητικά. "Φυσικά και δεν της είπες." Συνεχίζει και με κοιτάει.
"Μην τολμήσεις Βαλέρια." Της λέει.
"Πείτε μου τι στον διάολο γίνεται εδώ!" Φωνάζω και νιώθω να ζαλίζομαι,παραπατω και ο Τζο με κρατάει.
"Είμαι έγκυος." Την ακούω να λέει και μαυρίζουν όλα.




Καταλάθος σε ερωτεύτηκαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα