Κεφάλαιο 18

5.5K 203 7
                                    

Μετά από λίγο η Στεφανία στρέφεται σε εμένα, αφού έχει κάνει άνω κάτω την ντουλάπα,και με κοιτάει με πονηρό βλέμμα. Όχ! Με ενθουσιασμό μου δείχνει ένα μπολτό μακρύ φόρεμα αρκετά στενό και με βαθύ ντεκολτέ.

"Ξεχνά το!" Η Στεφανία με κοιτάει με θυμό.
"Αυτό θα βάλεις δεν δέχομαι την διαμαρτυρία σου!" Αφήνει το φόρεμα στο κρεβάτι και με τραβάει να σηκωθώ από το κρεβάτι.
"Σε μισώ." Της λέω και χαμόγελα. Ηλίθια είναι η κοπέλα, μου γνέφει να καθήσω στην καρέκλα και υπακούω,βάζει μουσική από το κινητό της και ξεκινάει την δουλειά της.

Μετά από ώρα η Στεφανία με κοίτα με θαυμασμό.
"Πτου σου κουκλάρα μου! Καλα θα σέρνεται." Καυχιέται και δυσφορώ στα τελευταία της λόγια, κοιτάζω το πρόσωπο μου στον καθρέφτη και το αποτέλεσμα με ενθουσιάζει. Της χαμογελάω και ανταποκρίνεται.

Πέρνει το φόρεμα στα χέρια της και βγάζω την ρόμπα μου,με βοηθάει να το βάλω προσεχτικά, κλίνει το φερμουάρ και πέρνει τις γόβες μου και μου τις δίνει, τις φοράω και σηκώνομαι.

"Πήγενε να φτιάξεις μαλλί και εγώ θα τακτοποιήσω εδώ." Της γνέφω και κατευθύνομαι πρός το μπάνιο βλέπω την ώρα και έχω ακριβός μία ώρα μπροστά μου,για λίγα λεπτά βλέπω την αντανάκλασή μου στον καθρέφτη και αναρωτιέμαι τι να κάνω με τα μαλλιά μου.

Τελικά αποφασίζω να τα πιάσω σε μία ψηλή και αυστηρή αλογοουρά,βάζω μουσική να παίζει καθώς αρχίζω την δουλειά,χτενίζω τα μαλλιά μου και καθώς τα χτενίζω ακούω την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει,δεν δίνω σημασία και συνεχίζω ακάθεκτη να ασχολούμαι με τα μαλλιά μου.

Μετά από μερικά λεπτά είμαι έτοιμη και βάζω αρκετή λακά για να μην ξεφύγουν τρίχες,βγαίνω από το μπάνιο και αντικρίζω τον Ίαν να κάθετε στο κρεβάτι, γυρίζει πρός το μέρος μου και χάσκει.

"Σου έβγαλε τον κολάρο;" του λέω και των κοίταω και εγώ.
"Χα χα χα." Ειρωνεύεται το γίδι.
Κάθομαι στο κρεβάτι δίπλα του και αναστενάζω,δεν θέλω να πάω,δεν θέλω να τον δώ, δεν θέλω να του μιλήσω. Από τις σκέψεις μου με βγάζει η φωνή του Ίαν.
"Τι σκέφτεσαι κουμπαρούλα; τον κουμπάρο μου;" με προκαλεί,θα τον δείρω! Ανοίγω το στόμα μου για να του απαντήσω αλλά η Στεφανία με προλαβαίνει.
"Κοφτό Ίαν." Η Στεφανία του γνέφει να φύγει διακριτικά απο το δωμάτιο και το κάνει, έρχεται και γονατίζει μπροστά μου.
"Τι έχεις κορίτσι μου."
"Δεν θέλω να πάω Στεφ,δεν θέλω να μείνω μόνη μαζί του,ώρες ώρες με τρομάζει,μου προκαλεί αναστάτωση." Με αγκαλιάζει και την σφίγγω,μου δίνει κουράγιο.

Ανοίγει η πόρτα και η Στεφανία απομακρύνεται από εμένα. Ο Ίαν στέκεται στην πόρτα.
"Ο κέρβερος είπε να κατέβεις κάτω." Μάλιστα διατάζει κι όλας. Βλέπω την Στεφανία με δυστακτικό βλέμμα και μου σφίγγει τον ώμο, με βαράει σιγά στην πλάτη και μου χαμογελάει ενθαρρυντικά.

Σηκώνομαι, βάζω άρωμα αρπαζω την τσάντα μου,βάζω το πανωφόρι μου και βγαίνω έξω από το δωμάτιο και πίσω μου οι υπόλοιποι με ακολουθούν,κατευθυνόμαστε προς τις σκάλες και ο Ίαν με βοηθάει να κατέβω τα σκαλιά, δεν σήκωσα το βλέμμα μου από τα σκαλιά καθώς βλέπω τα πόδια μου να κατεβαίνουν τις σκάλες.
Φτάνουμε στην αρχή της σκάλας και γυρίζω το βλέμμα μου προς τα πάνω για να αντικρίσω εκείνο του Ίαν.
"Ευχαριστώ." Του λέω και μου χαμογελάει,το χαμόγελο του είναι μεταδοτικό.
Σκύβει το κεφάλι του δίπλα στο αυτί μου
"Είσαι κούκλα παρεμπιπτόντως." Μου ψιθυρίζει και του γνέφω.

Στρέφω το βλέμμα μου στον χώρο  και το βλέμμα μου συναντά εκείνο του Αχιλλέα και όλα γύρω μου παγώνουν καθώς νιώθω τον χτύπο της καρδιάς μου όλο ένα να δυναμώνει. Είναι κούκλος. Φοράει άσπρο πουκάμισο με μαύρο σκάκι,στενό μαύρο παντελόνι και μικρές αφέλειες πέφτουν στο πρόσωπό του.

Κοιτάμε ο ένας τον άλλον,τα γκρίζα του μάτια καρφώνουν τα πράσινα δικά μου,ακούμε κάποιον να ξεροβήχει και η οπτική μας επαφή διακόπτεται, ο Αχιλλέας στρέφει το βλέμμα του εκεί όπου ακούστηκε ο ήχος και αντικρίζω την Βαλέρια να με κοίτα με μισό μάτι,εκνευρίζομαι και της ανταποδίδω το βλέμμα. Τι σκατά γυρεύει ακόμα εδώ!

Τον πλησιάζει και εκνευρίζομαι ακόμα ποιό πολύ!
"Θα σε περιμένω στο δωμάτιο σου μωρό μου." Του ψιθυρίζει,λέμε τώρα όλοι ακούσαμε τι του είπε,εκείνος της γνέφει θετικά.

Νιώθω να πνίγομαι έτσι κατευθύνομαι πρός την εξώπορτα την ανοίγω και βγαίνω έξω χτυπώντας την πίσω μου, ενα απαλό αεράκι μου χτυπάει το πρόσωπο και ψάχνω να βρώ τον Τζόζεφ αλλά ο Τζόζεφ πουθενά. Αρχίζω να χτυπάω το πόδι μου νευρικά όταν ακούω την εξώπορτα να ανοίγει και να κλείνει,ακούω τα βήματα του πίσω μου και με προσπερνάει. Γαϊδούρι!

"Προχωρά." Τον ακούω να φωνάζει και κάνω αυτό που μου λέει. Ανοίγει την πόρτα και εξαφανίζεται μέσα στο αυτοκίνητο. Μπαίνω και εγώ μέσα και η μοιροδια του εισέρχεται στα ρουθούνια μου,βάζω ζώνη και δεν τολμάω να τον κοιτάξω ξανά.

Βάζει εμπρός και πέφτει μια άβολη νεκρική σιγή,ακουμπάω το κεφάλι μου στο τζάμι του αυτοκινήτου. Δεν βλέπω κάτι συγκεκριμένο απλά σκέφτομαι.

"Θα είναι και η γιαγιά μου εκεί." Η φωνή του βγαίνει κόφτη από το στόμα του,διακόπτοντας τις σκέψεις μου. Του γνέφω θετικά δίχως να τον κοιτάξω.
"Δεν ξέρει για όλο αυτό, της είπα πώς παντρεύτηκα μαζί σου από αγάπη, για αυτό πρόσεξε την συμπεριφορά σου δεν πρέπει να μάθει την αλήθεια." Επεξεργάζομαι αυτά που μου λέει και πολλά ερωτήματα μου δημιουργούνται,δεν εκπλήσσομαι από αυτά που είπε ξέρω πώς δεν με παντρεύτηκε από αγάπη.
"Γιατί;" η φωνή μου όσο και ακούγετε στον χώρο αλλά σιγά μην μου απαντήσει.
"Έτσι!" Ξίδι Αχιλλέα ξίδι!

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα