Κεφάλαιο 39

4.6K 198 11
                                    

Ξυπνάω και νιώθω το κεφάλι μου να πονάει.
"Είσαι καλά;" Ακούω την φωνή του Αχιλλέα και ανασηκώνω το σώμα μου. Πάει να με αγγίξει και τον σταματάω.
"Μην τολμήσεις!" Του λέω και ξεφυσάει.
"Συγνώμη εντάξει;" μου λέει και γελάω.
"Με ένα συγνώμη δεν διορθώνεται τίποτα φύγε δεν θέλω να σε βλέπω." Του λέω και τότε ακούω την Λάουρα να του λέει να φύγει.
"Σου έφερα φαγητό,δεν τρώς καλά για αυτό λιποθύμησες."
"Δεν θέλω να φάω,θέλω να φύγω." Της λέω και σηκώνομαι πάνω.
"Κορίτσι μου σε παρακαλώ." Μου λέει και αγνοώντας την βάζω παπούτσια,αρπάζω το κινητό μου και κατεβαίνω κάτω.
"Που πας;" με ρωτάει καθώς με τραβάει.
"Φεύγω." Του λέω και τραβάω το χέρι μου από το κράτημα του.
"Μείνε να το συζητήσουμε."
"Μου το έκρυψες τρείς εβδομάδες! Δεν μου μιλούσες! Δεν με κοιτούσες καν!." Του φωνάζω και με κοιτάει.
"Συγνώμη;!"
"Είναι ενός μηνών! Δεν σε κεράτοσα Αριάνα!" Μου φωνάζει πίσω.
"Και αυτό είναι ελαφρυντικό;! Είναι έγκυος Αχιλλέα! Έγκυος!"
"Θα αναλάβω τις ευθύνες μου Αριάνα! Δεν θα αφήσω το παιδί μου μόνο."
"Σε χρειάζονται." Του λέω και ανοίγω την πόρτα.
"Αριάνα." Λέει και γυρίζω και τον κοιτάω.
"Κοίταξε να την στήριξης." Του λέω και τα μάτια μου βουρκώνουν.
"Θα με αφήσεις;"
"Εσύ με άφησες πρώτος,να σου ζήσει." Του λέω και πάω να φύγω αλλά η φωνή του με σταματάει.
"Σε αγα..."
"Μην τολμήσεις να το πείς!" Τον διακόπτω και γυρίζω και τον χαστουκίζω. "Μην τολμήσεις!" Του λέω και φεύγω τρέχοντας.

Βλέπω τον Τζόζεφ να μου γνέφει πρός το αυτοκίνητο και μπαίνω μέσα.
"Που θα πάμε;" με ρωτάει.
"Δεν έχω ιδέα δεν θέλω να πάω στο πατρικό μου." Λέω και βγάζω το κινητό μου και καλό την Στεφανία.
"Τι έγινε Αριάνα;" με ρωτάει με ανησυχία.
"Μπορώ να έρθω;"
"Φυσικά σε περιμένω." Μου λέει και το κλείνουμε.

Μετά από λίγο φτάνουμε και κοιτάω τον Τζόζεφ.
"Το ήξερες;" τον ρωτάω και τον βλέπω να σκύβει το κεφάλι.
"Κατάλαβα." Του λέω και ανοίγω την πόρτα και πάω να βγώ αλλά με σταματάει.
"Σε αγαπά." Μου λέει και απλά τον κοιτάω.
"Και εγώ εκείνον." Του λέω και βγαίνω έξω.

Κτυπάω την πόρτα της Στεφανίας και την ακούω να τρέχει για να ανοίξει. Μόλις ανοίγει μπαίνω μέσα και μπαίνω στη αγκαλιά της και αρχίζω να κλαίω.
"Ηρέμησε κορίτσι μου." Μου λέει και με κουνάει σαν μωρό. Με απομακρύνει και μου σκουπίζει τα δάκρυα μου.
"Κάθησε και πες μου τι έγινε." Μου λέει και αρχίζω να της λέω.
"Φτάνει να κλαίς! Πήγαινε βάλε πιτζάμες δικές μου και έρχομαι." Μου λέει και την υπακούω.

Μπαίνω στο δωμάτιο της,ανοίγω την ντουλάπα και παίρνω ένα ζευγάρι μπιτζάμες. Όταν τις φοράω μπαίνω κάτω από το πάπλωμα και πέρνω αγκαλιά το μαξιλάρι. Μετά από λίγο ανοίγει η πόρτα και βλέπω την Στεφανία να μπαίνει με ένα δίσκο με φαγητό.
"Δεν πεινάω." Της λέω και εκνευρίζεται.
"Αριάνα θα φας φωνές! Έχεις ζαλάδες εδώ και εβδομάδες και γιατί; γιατί δεν τρώς! Δεν ακούω κουβέντα τρώγε." Μου λέει και κάθομαι με το ζόρι και αρχίζω και τρώω.

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα