Κεφάλαιο 62

4.9K 194 11
                                    

Το επόμενο πρωί ξυπνάω και γυρνάω και κοιτάω τον Αχιλλέα να κοιμάται ήρεμα. Χθές το βράδυ μετά από το σκηνικό στο μπαλκόνι  δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί. Τον χαζεύω για λίγο και του χαϊδεύω απαλά το μάγουλο.

Αμέσως πετάγεται πάνω πανικοβλημένος.
"Ει εγώ είμαι." Του λέω και τον ακουμπάω στην πλάτη. Γυρνά και με κοιτάει. Δεν λέει κάτι απλά σηκώνεται πάνω,μπαίνει στο μπάνιο και κλείνει την πόρτα με πάταγο. Τι σου συμβαίνει Αχιλλέα;

Ξεφισόντας σηκώνομαι πάνω και αρχίζω να ντύνομαι. Προσπερνάω την καθημερινή μου ρουτίνα και βγαίνω έξω από το δωμάτιο πληκτρολογώντας το νούμερο της θείας μου. Μου το απαντά μετά από δύο χτύπους ενημερώνοντας με ότι σε λίγο θα είναι εδώ με τον μικρό. Μπαίνω στην κουζίνα και καλημερίζω την Λάουρα.
"Ο Αχιλλέας;" με ρωτάει.
"Πάνω." Λέω και αρχίζω να φτιάχνω καφέ.
"Τι συμβαίνει;" με ρωτάει και έρχεται δίπλα μου.
"Συμπεριφέρεται παράξενα και δεν ξέρω τι να κάνω." Λέω και ξεφυσάω.
"Δώσε του χρόνο." Μου λέει και τότε ακούω το κουδούνι. Τρέχω στην πόρτα και την ανοίγω.
"Καλημέρα κορίτσι μου." Μου λέει η θεία και μου δίνει τον μικρό. Τον βάζω στην αγκαλιά μου και του αφήνω ένα ρουφυχτό φιλί στο μαγουλάκι του.
"Σε ευχαριστώ πάρα πολύ που τον πρόσεχες,πέρνα μέσα."
"Τίποτα κορίτσι μου και σε ευχαριστώ αλλά βιάζομαι." Μου λέει και μου δίνει και την τσάντα του μικρού.
"Εντάξει θεία μου." Της λέω και φεύγει γρήγορα. Κλείνω την πόρτα και πηγαίνω στον καναπέ.

"Μου έλειψες ζουζούνι." Του λέω και βγάζει μια τσιρίδα χαράς απλώνοντας τα χεράκια του έτσι ώστε να φτάσει το πρόσωπο μου. Του φιλάω το δεξί του χέρι και τον βάζω στην αγκαλιά μου. Αρχίζω να του παίζω και φαίνεται να το διασκεδάζει από τους ήχους που βγάζει.
"Έχει μεγαλώσει." Άκουω την φωνή του Αχιλλέα και τρομάζω,δεν τον άκουσα να κατεβαίνει τις σκάλες. Έρχεται και κάθεται δίπλα μου,του δίνω τον μικρό στα χέρια του και τον σηκώνει στον αέρα. Ο μικρός βγάζει επιφωνήματα χαράς και βλέπω τον Αχιλλέα να χαμογελάει καθώς κοιτάει με λατρεία τον Μιχάλη.

Σηκώνομαι πάνω και πηγαίνω στην κουζίνα,πέρνω το τηλέφωνο μου και βγαίνω έξω στον κήπο από την πόρτα που υπάρχει. Πληκτρολογώ το τηλέφωνο της Στεφανίας.
"Μπορείς να έρθεις;" ρωτάω μόλις απαντά.
"Τι έγινε;" με ρωτάει.
"Συμπεριφέρεται παράξενα και δεν ξέρω τι να κάνω." Της λέω και ξεφυσάει.
"Έρχομαι." Μου λέει και το κλίνει.

Πηγαίνω στο τραπέζι του κήπου και κάθομαι. Εστιάζω κάπου αόριστα και σκέφτομαι όλα αυτά που έγιναν.
"Έλα τον μικρό." Με ξύπνα η φωνή του Αχιλλέα και βγάζω μια κραυγή τρόμου.
"Συγνώμη που σε τρόμαξα." Μου λέει και γυρνάω και τον κοιτάω.
"Που θα πας;" τον ρωτάω και μένει και με κοιτάει απλά.
"Κάτι σε ρώτησα." Του λέω ήρεμα και ξεφυσάει.
"Κάπου Αριάνα." Μου λέει και μου δίνει τον Μιχάλη. Βλέπω να χάνεται από το οπτικό πεδίο μου και στρέφομαι στον Μιχάλη. Του χαμογελάω όσο μπορώ και αρχίζω να παίζω μαζί του.

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα