Κεφάλαιο 60

4.3K 191 8
                                    

Δύο μέρες. Δύο μέρες που είμαι ράκος. Ο Ίαν είναι συνεχώς στην τσίτα ψάχνοντας για τον Αχιλλέα με την αστυνομία δίχως αποτέλεσμα. Σχεδόν όλοι μένουν στο σπίτι και φεύγουν μόνο για να πάνε να αλλάξουν ρούχα και το παιδί το προσέχει η μητέρα μου, μου έχει αδυναμία και ό,τι της ζητήσω είναι δίπλα μου και με στηρίζει,ήθελε να μείνει δίπλα μου αλλά δεν την άφησα κάποιος πρέπει να προσέχει τον Μιχάλη,εγώ δεν είμαι σε θέση πόσο μάλλον η πεθερά μου.

"Φάε κάτι." Μου λέει η Στεφανία για πολλοστή φορά και γνέφω αρνητικά.
"Αριάνα θα πάθεις τίποτα." Μου λέει και την γράφω. Με πλησιάζει και κάθεται στο καναπέ και φέρνω τα πόδια μου κοντά μου.
"Έχεις έναν γιό που πρέπει να μεγαλώσει με την μητέρα του,θα καταλήξεις στο νοσοκομείο Αριάνα." Μου λέει και έχει δίκαιο
"Δεν έχω δύναμη Στεφ." Ψυλίζω και ξεφυσάει. Μς αγκαλιάζει και μένουνε έτσι.

"Μικρό μου;" ακούω την φωνή του Άλεξ και γυρνάω και τον κοιτάω. Βγαίνει από την κουζίνα με ένα πιάτο στο οποίο υπάρχει ριζότο και κοτόπουλο.
"Πρέπει να φάς." Μου λέει και γνέφω αρνητικά.
"Άλεξ φύγε το φαγητό." Ψυλίζω και με κοιτάει άγρια.
"Αριάνα αρχίζω και τα πέρνω,ο Μιχάλης θέλει την μητέρα του,σε ζητά!." Φωνάζει και το ξέρω πώς έχει δίκαιο αλλά το μόνο που θέλω είναι τον Αχιλλέα εδώ.
"Άλεξ..." πάω να μιλήσω αλλά με σταματάει.
"Τελείωνε κόρη μου,θα μου πάθεις τίποτα." Μου λέει ο πατέρας μου και ξεφισόντας ανασηκώνω το σώμα μου και κάθομαι. Ο Άλεξ έρχεται και κάθετε στο τραπεζάκι,πέρνει μια μπουκιά από το φαγητό και μου το προσφέρει. Ανοίγω το στόμα μου απρόθυμα και μασάω το κοτόπουλο.
"Καλό κορίτσι." Μου λέει και τον κοιτάω απειλητικά. Μασάω και καταπίνω την μπουκιά απρόθυμα.

"Να πω στην μητέρα σου να φέρει τον μικρό;" με ρωτάει μετά από λίγο όταν τελειώνει το βασανιστήριο του φαγητού και γνέφω αρνητικά.
"Γιατί κορίτσι μου;" με ρωτάει και έρχεται πρός το μέρος μου,κάθεται δίπλα μου και πέρνει τα χέρια μου στα δικά του.
"Δεν θέλω να με δεί έτσι, πρέπει να συνέλθω πρώτα και θα προσπαθήσω να το κάνω." Του λέω και μου χαμογελάει λυπημένα.
"Πάρε τον χρόνο σου αγάπη μου." Μου λέει και γνέφω.

Βλέπω την Στεφανία να μπαίνει μέσα και έρχεται και κάθεται απέναντι μου.
"Μόλις μίλησα με τον Ίαν." Μου λέει και καρφώνω τα μάτια μου πάνω της.
"Κανένα ίχνος του." Μου λέει και τα μάτια μου βουρκώνουν. Γαμώτο Αχιλλέα!
"Δεν θα τον ξανά δω." Λέω και δεν ξέρω αν το λέω σε αυτούς ή σε εμένα. Τα δάκρυα μου τρέχουν στα μάγουλα μου και αρχίζω να κλαίω.  Η Στεφανία με βάζει στη αγκαλιά της και με χαϊδεύει στη πλάτη.
"Πονάω." Λέω μέσα από το κλάμα μου και με σφίγγει πάνω της.
"Το ξέρω." Μου λέει και αφήνει ένα φιλί στα μαλλιά μου. Ο πατέρας μου έρχεται και μου δίνει ένα ποτήρι με νερό,το πέρνω στα χέρια μου και πίνω μια γουλιά.
"Έλα να πάμε πάνω να ξαπλώσεις λίγο." Μου λέει και κοιτάω την ώρα. Τρείς το μεσημέρι.
"Δεν θέλω να κοιμηθώ Στεφανία." Λέω και ξεφυσάει.
"Έχει να κοιμηθείς από χθές το βράδυ σε παρακαλώ έλα,απλά να ξαπλώσεις θα μείνω μαζί σου." Μου λέει και σηκώνομαι απρόθυμα, αρχίζουμε να ανεβαίνουμε τις σκάλες με τη Στεφανία να με κρατά από το χέρι.

Μπαίνουμε στο δωμάτιο και ξαπλώνω στην αγκαλιά της Στεφανίας. Δεν λέμε κάτι απλά με κρατάει στην αγκαλιά της. Τα βλέφαρα μου κλίνουν και κοιμάμαι ανήσυχα όπως τις τελευταίες τρείς μέρες.

Ξυπνάω και γυρνάω και κοιτάω την ώρα από το κινητό μου. Οκτώ το βράδυ. Η Στεφανία δεν είναι εδώ λογικά είναι κάτω.Σηκώνομαι πάνω και βγαίνω έξω από το δωμάτιο,κατεβαίνω τα σκαλιά και τους βλέπω όλους μαζεμένους.
"Κανένα νέο;" ρωτάω και δεν γυρνά κάνεις να με κοιτάξει. Πλησιάζω τον Ίαν και στέκομαι απέναντι του. Γυρνά και με κοιτάει διστακτικά.
"Μου το υποσχέθηκες." Του λέω και τα μάτια μου βουρκώνουν.
"Αριάνα." Μου λέει και σφίγγει τα μάτια του.

Αρχίζω να τον κοπανάω στο στήθος του και να φωνάζω καθώς αρχίζω το κλάμα. Μου πέρνει τα χέρια και με βάζει στη αγκαλιά του. Πέφτουμε στα γόνατα και κλαίω με λυγμούς.
"Μου το υποσχέθηκες." Ψυλίζω και τον χαστουκίζω. Το ξέρω δεν μου φταίει σε κάτι.
"Προσπαθώ Αριάνα." Μου λέει και συνεχίζω να κλαίω με λυγμούς.
"Ηρέμησε,πάρε ανάσες." Μου λέει και πέρνει το πρόσωπο μου στα χέρια του. Προσπαθώ να πάρω ανάσες μα δεν τα καταφέρνω,νιώθω το οξυγόνο να λιγοστεύει και όλα γύρω μου μαυρίζουν καθώς λιποθυμάω στα χέρια του.

Συνέρχομαι μετά από λίγο,ανοίγω τα βλέφαρα μου και βλέπω την Στεφανία φανερά ανήσυχη.
"Είσαι καλά; μας τρόμαξες." Μου λέει και με βάζει στη αγκαλιά της.
"Έλα νερό." Μου λέει η μαμά μου και πίνω μια γουλιά. Με κοιτάνε όλοι ανήσυχα.
"Που είναι ο Μιχάλης;" ρωτάω την μητέρα μου.
"Στην θεία σου." Μου λέει και γνέφω.
"Είμαι καλά μην με κοιτάτε έτσι." Λέω και κάθομαι καλύτερα στον καναπέ. Πρέπει να συνέλθω. Για τον Μιχάλη κύριος, με χρειάζεται δίπλα του.
"Πήρα την αστυνομία για νεότερα." Λέει ο Ίαν και γυρνάω και τον κοιτάω.
"Συνέχισε." Του λέω και προετοιμάζω τον εαυτό μου για τα χειρότερα.
"Είναι λες και τους κατάπιε η γή." Μου λέει και τον ακούω να βρίζει σιγανά. Δεν κλαίω,δεν βουρκώνουν καν τα μάτια μου. Κενό, αυτό νιώθω. Ένα μεγάλο κενό. Το οποίο με τυλίγει σιγά-σιγά.
"Αριάνα;" με ρωτάει η Στεφ και γυρνάω και την κοιτάω.
"Είμαι καλά." Λέω και με κοιτάει στα μάτια εξετάζοντας με αν λέω την αλήθεια.
"Αύριο να μου φέρεις τον μικρό." Γυρνάω και λέω στην μητέρα μου.
"Θα στον φέρω." Μου λέει και γνέφω. Η Στεφανία σκύβει και έρχεται στο ύψος μου.
"Ξέσπασε." Μου λέει και για λίγο απλά κοιτάμε η μια την άλλη.
"Τον έχασα,μου τον πείρε,δεν θα τον ξανά δω." Λέω και περισσότερο τα λέω για να τα βάλω καλά στο κεφάλι μου.
"Έχω έναν γιό που πρέπει να μεγαλώσει και θα σταθώ δίπλα του και σαν πατέρας,δεν θα του λείψει τίποτα απλά σας χρειάζομαι γιατί δεν ξέρω πώς να το κάνω μόνη." Λέω και γυρνάω και τους κοιτάω έναν-έναν.
"Ότι χρειαστείς θα είμαστε εδώ." Μου λέει ο Άλεξ και του χαμογελάω αδύναμα.
"Κορίτσι μου..." πάει να μιλήσει η μητέρα μου αλλά την σταματάω.
"Θα συνέλθω μαμά." Λέω και γνέφει.
"Ίαν θέλω να συνεχιστούν οι έρευνες μέχρι να βρεθεί." Του λέω και γνέφει.

Ξαφνικά ακούμε χτύπημα στην πόρτα και αμέσως ο Ίαν τρέχει να ανοίξει.

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα