Κεφάλαιο 3

7K 264 24
                                    

"Μην ανησυχείς, δεν θα σε φιλήσω στα χείλη." Είπε και κάτι μέσα μου ηρέμησε. "Ακόμη δηλαδή." Είπε και τότε είδα ένα στραβό χαμόγελο να εμφανίζεται στο πρόσωπό του και τότε εμφανίστηκε η κάτασπρη οδοντοστοιχία του.

Τελικά με φίλησε στα μαλλιά, και με έσπρωξε διακριτικά απο την μέση μου για να προχωρήσω.

Βγήκαμε έξω και ο κόσμος μας πετούσε ρύζι, μερικοί φώναζαν καλούς απογόνους. Μόλις το άκουσα μου ξέφυγε ενα σιγανό γελάκι, ο Αχιλλέας με έβλεπε ερωτηματικά, φυσικά και δεν του έδωσα σημασία.

Σταματήσαμε μπροστά στο αυτοκίνητο και ήρθε η ώρα για να ρίξω την ανθοδέσμη. Πίσω μου μαζεύτηκαν οι ανύπαντρες και μέτρησα από μέσα μου ώς το τρεία. Την έριξα και γύρισα να δώ ποιά πήρε την ανθοδέσμη και ήταν η Στεφανία, της χαμογέλασα και της έκλεισα το μάτι.

"Προχωρά δεν θα περιμένω για πολύ ακόμα, μπες στο αυτοκίνητο επιτέλους." Άκουσα τον Αχιλλέα να μου λέει χαμηλόφωνα στο αυτί μου. Είχα ανατριχιάσει, το κατάλαβε και φυσικά χαμογέλασε.

Καλά ξεκίνησαμε, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για την δεξίωση.

Μετά απο λίγη ώρα  άκουσα τον Αχιλλέα να λέει "Σκατα!" Αναπήδησα στην θέση μου από την τρομάρα μου.

"Τζόζεφ σταματά σε περίπτερο." Είπε στον οδηγό.

"Μάλιστα κύριε." Του αποκρίθηκε.

Τι το θέλει το περίπτερο τώρα;
Ακούμπησα το κεφάλι μου στο τζαμί του παραθύρου και χάθηκα στις σκέψεις μου.

Είναι όμορφος, αλλά σίγουρα δεν κάνει για εμένα,φαίνετε να είναι σκληρός και απότομος. Δεν πρέπει να πέσω στην γοητεία του.

Με ξάφνιασε ο ήχος της πόρτας που έκλεισε με δύναμη και είδα τον Αχιλλέα να χάνεται στο περίπτερο.
Πότε φτάσαμε στο περίπτερο;

Γύρισα μπροστά και είδα τον οδηγό που απο όσο θυμάμαι τον λένε Τζόζεφ, να μου χαμογελά απολογητικά.

"Πάντα με νεύρα είναι;" τον ρώτησα χαμογελώντας.

"Όχι έχει και τις καλές του ημέρες, ξέρεις αν σου κάνει κάτι που δεν σου αρέσει μπορείς να έρθεις να το μοιραστείς μαζί μου, τον ξέρω από τότε που ήταν βρέφος, δεν είναι αυτό που δείχνει."

Δεν πρόλαβα να απαντήσω π Αχιλλέας μπήκε στο αυτοκίνητο.

Τα λόγια του Τζόζεφ τριγυρίζουν στο μυαλό μου.

"Μπορείς να ξεκινήσεις Τζο."

Γύρισα να δώ τον Αχιλλέα και τον είδα να κρατά ένα πακέτο με τσιγάρα, το άνοιξε και έβγαλε ένα τσιγάρο, το τοποθετήσετε στα ζουμερά του χείλη.

"Δεν πρόκειται να καπνίσεις μέσα στο αυτοκίνητο." Του είπα και άρπαξα το τσιγάρο από τα χείλη του.

Τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Φοβήθηκα η αλήθεια αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα κάπνιζε στο αυτοκίνητο.

"Άκου κοριτσάκι εμένα αυτά δεν θα τα κάνεις και έχεις πέντε λεπτά να μου δόσεις πίσω το τσιγάρο μου το ότι σε παντρεύτηκα δεν σημαίνει πως έχεις τέτοια δικαιώματα!" Είπε με σχετικά ήρεμο τρόπο. Τα τελευταία του λόγια πόνεσαν.

Χωρίς να πω κάτι του έδωσα πίσω το τσιγάρο το πήρε άγρια και το τοποθετήσετε ξανά στα χείλη του, άνοιξε το παράθυρο και τέλος το άναψε το τσιγάρο με τον αναπτήρα ρουφώντας μια δυνατή τζούρα.

Τον παρακολουθούσα δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνο του, αισθανόταν το βλέμμα μου πάνω του αλλά δεν έκανε τίποτα, λογικά είναι συνηθισμένος να τον καρφώνουν.

Χριστέ μου, καθός έβλεπα να παίρνει  άλλη μία τζούρα απο το τσιγάρο και καθός έβλεπα τον καπνό να βγαίνει από τα χείλη του, ένιωσα μια επιθυμία να με κατακλύζει.
Την επιθυμία να τον φιλήσω.

Τι μου συμβαίνει;

Καταλάθος σε ερωτεύτηκαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα