Κεφάλαιο 1°

1.1K 159 54
                                    

"Τα έμαθες τα μαντάτα;" ακόμα δεν πέταξε από πάνω της τα σχολικα τα ρούχα , ξεκίνησε να τρέχει πίσω του, στα χωράφια

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

"Τα έμαθες τα μαντάτα;" ακόμα δεν πέταξε από πάνω της τα σχολικα τα ρούχα , ξεκίνησε να τρέχει πίσω του, στα χωράφια. Πάντα τον είχε απωθημένο και αγάπη από τόσο δα παιδουλα.

"Ποια μαντάτα μωρέ Μαριάνθη; Και γιατί τρέχεις έτσι; Στη πόλη δεν ήσουν;"

"Γύρισα πριν μισή ώρα! Μπαίνοντας στο χωριό είδαμε το Ραγιά με μια κοπέλα ίσαμε με μας να πλησιάζει το αρχοντικό!"

"Τρελάθηκες Μαριάνθη;"

"Όχι, Στρατούλα μου! Λες να ξέρει ο Γιώργης ποια είναι τούτη; Θέλω πολύ να μάθω! Ήταν βρεγμένη αλλά πανέμορφη! Ουρά θα κάνουν τα σερνικά!"

"Ο Γιώργης είναι όλη μέρα στα χωράφια κι εγώ τον περιμένω. Υποσχέθηκε βόλτα με τ'αλογο σαν τελειώσει! Κι αυτή σίγουρα θα είναι κάποια συγγενής μωρέ Μαριάνθη! Σιγά μην έβαζε η Λενιώ ξένη γυναίκα στα σανίδια της! Εδώ τη Χαρούλα, τη κόρη της φουρναρισσας δε την αφήνει να διαβεί τη πόρτα μη της λερώσει τα πλεκτά χαλιά!"
Η Μαριάνθη κάθισε πλάι της στο μεγάλο βράχο και άφησε το βλέμμα της να ατενίσει μέτρα μακριά το τρακτέρ του Γιώργη που οριοθετουσε τα σπαρτά για το τρύγο.

"Έχεις δίκιο. Μα έπρεπε να τη δεις Στρατούλα μου... Είχε και βαλίτσα! Δεν έμοιαζε όμως με εμάς. Ίσως περισσότερο πρωτευουσιανα. Μπορεί να ήρθε από Αθήνα. Αχ... Θα ήθελα να μου πει πως είναι η ζωή εκεί..."

"Ένα μπαχαλο είναι εκεί η ζωή, δίχως αξίες ! Και το Κατερινιώ που πήγε για σπουδή, θυμάσαι πως εγυρισε πίσω; Με κατεβασμένη την ουρά στα σκέλια! Άσε με να χαρείς! Σίγουρα θα μου πει ο Γιώργης σαν έρθει να με πάρει!"

"Ίσως δε ξέρει ακόμα. Όπως και να έχει, πρέπει να φύγω! Ετρεξα απλά γιατί ήξερα πως θα σε βρω εδώ να σου προφτάσω τα μαντάτα. Έλα τ'απογευμα να πάμε να δωσουμε τη λειτουργιά στο παπά Μανώλη εντάξει;"

"Να είσαι έτοιμη όμως!'

"Θα είμαι! Πάω γιατί η μάνα φτιάχνει ψάρια σήμερα! Θα μύρισε όλη η γειτονιά!" Η Μαριάνθη σηκώθηκε χαρούμενη και πήρε την χωμάτινη ανηφόρα που έβγαζε στο χωριό.
Η Στρατούλα από την άλλη κάθισε σκεπτική. Ο Γιώργης είχε κατέβει από το τρακτέρ του οποίο είχε "παρκάρει" κάτω από το τεράστιο σκιαστρο της αποθήκης και πλένονταν στη βρύση.
"Πόσο όμορφη είναι πια; Σίγουρα όμως θα είναι κάποια συγγενής...  Όπως και να έχει, εμένα ο Γιώργης με λατρεύει!" Η Στρατούλα ξάφνου άρχισε να χαμογελά "Αυτό ειναι! Μα πόσο χαζή είναι πια η Μαριάνθη! Αφού το έλεγε χρόνια η Λενιώ πως θέλει να φέρει το παιδί της πίσω! Αδέρφια είναι!" Η ανακούφιση πέρασε από τις σκέψεις της, στα σωθικά της και πήδηξε από το βράχο που καθόταν.
Το χωράφι ήταν ευθεία και εκείνη σίγουρη πια, έτρεξε προς το Γιώργη να του πει η ίδια τα νέα.

ΨιχαλίδεςWhere stories live. Discover now