Κεφάλαιο 26°

863 129 47
                                    

Τη μια μέρα υπάρχεις και την επόμενη είσαι ένα τίποτα...

Άναψε τα καντήλια δίχως βιασύνη.
Θυμιατισε πέρα δώθε το ναό και φόρεσε το πετραχήλι του. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει για να εξαγνίσει το κακό. Ένα κακό που ήρθε και απλώθηκε πάνω από τα κεφάλια τους σαν σύννεφο.

Ο Παυλής έλειπε όταν έφτασε. Βγήκε ο αθεοφοβος από το παράθυρο αλλά ήταν το τελευταίο που απασχολούσε το παπά. Άπαξ και χτύπησε τις καμπάνες ήξερε πως σε λίγη ώρα όλο το χωριό θα έφτανε στη πλατεία. Ο δήμαρχος ήταν  με τον αστυνόμο στο τμημα. Το σώμα είχε μεταφερθεί στο γραφείο τελετών και όπως πάντα, ότι γραφόταν σε εκείνο το τόπο, έμενε και εκεί.

Χρόνια είχε να ζήσει ένα τέτοιο θάνατο.
Ατύχημα δήλωσε ο δήμαρχος, ο γιατρός και ο αστυνόμος επίσης αλλά εκείνος ένιωθε πως μόνο ατύχημα δεν ήταν.

Βγήκε λέει να περπατήσει...
Να πάρει αέρα...
Παραπάτησε και γλίστρησε με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι στο πλατυσκαλο της αυλής.
Έτσι έδειχναν όλα τα στοιχεία και αυτό γράφτηκε στα πρακτικά.

Ήταν τόσο άδικο να φύγει σε τούτη την ηλικία.
Δεν είχε ιδέα πως θα τελέσει το μυστήριο.
Ο παπάς ήταν η καρδιά εκείνου του χωριού. Ήταν το κέντρο όλων.
Ήταν το μέρος που εξομολογείται καθε αμάρτημα και τα χείλη παρέμεναν σφραγισμένα. Ήξερε πολλά, για πολλούς και έβλεπε με άλλα μάτια.

Έσυρε το κουρασμένο του βλέμμα ως το ρολόι. Σε λίγη ώρα θα πήγαινε να δώσει τη τελευταία ευχή πριν παραδοθεί το σώμα για τη ταφή. Είχαν ήδη ειδοποιηθεί οι κοντινοί και οι υπόλοιποι άρχισαν να συγκεντρώνονται απ' έξω.

"Μαύρη μέρα ξημέρωσε σήμερα Παναγιά..." ψέλλισε λυπημένος κοιτάζοντας την εικόνα  "Πολλές οι αμαρτίες αλλά πονεμένη η ψυχή για να ανταπεξέλθει" συνέχισε κουνώντας το κεφάλι "Ας μη μας εβρει άλλο κακό..." έκανε το σταυρό του, γύρισε προς τη πόρτα και ετοιμάστηκε. Όσοι δεν έμαθαν, θα μάθαιναν και όσοι ήξεραν, περίμεναν καρτερικά για μια στάλα συγχώρεσης...

*******

Ο Φοίβος, το αδέσποτο κατοικίδιο ολάκερου του χωριού , έτρωγε το κόκαλο του με ηρεμία έξω από το καφενέ. Συνήθως το έπαιρνε και έτρεχε στη γωνία γιατί δε του άρεσε η φασαρία μα εκείνο το μεσημέρι όλα ήταν ήσυχα. Ήταν βαριά η σιωπή που είχε απλωθεί και το ζωντανό την απολάμβανε.

ΨιχαλίδεςWhere stories live. Discover now