Κεφάλαιο 17°

945 132 64
                                    

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πόσα κρίματα πια;
~~~~~~~~~~~~~~

Η σιωπή της δεν ήταν αυτό ακριβώς που περίμενε σαν την έβαλε να καθισει σε εκείνη τη καρέκλα που έμοιαζε με ανάκρισης αλλά την αποδέχθηκε εν τέλει. Η Αρετή της ζήτησε να μην ανοίξει το θέμα και πως δε θέλει να το συζητήσει ενώ της είπε ήρεμα να σεβαστεί την επιλογή της. Η Νανά στάθηκε καταλύτης σε αυτό αφού τελικά έπεισε τη Λενιώ, να κανει πίσω και να την αφήσει να μιλήσει όταν εκείνη νιώσει έτοιμη. Δεν ήταν και εύκολο για μια κοπέλα να μιλάει για τα ερωτικά της. Τουλάχιστον αυτό ήταν αρκετό για να κάνει τη Λενιώ να χάσει εκείνη την αλλοπαρμενη της έκφραση.
Τώρα πια, το δείπνο είχε σερβιριστεί και όλοι ήταν καθισμένοι γύρω από το τραπέζι. Διόλου δεν έμοιαζε όμως με ένα ζεστό οικογενειακό δείπνο...

Η Αρετή συμπάθησε πολύ τον θείο της σε αντίθεση με τη Νανά και τη Λενιώ οι οποίες κρατούσαν μια εντελώς ουδέτερη στάση ενώ ο τόσο ο Ορέστης όσο και οι υπόλοιποι, μιλούσαν μαζί του αρκετά τυπικά και δίχως πολλές λεπτομέρειες. Ο Φώτης τους ενημέρωσε πως θέλησε να κατέβει στο χωριό για να διεκπεραιώσει κάποια θέματα στο δήμο ύστερα από ένα χαρτί που έλαβε μέσα στο οποίο λέει πως πρέπει να υπογράψει ξανά για τη παραχώρηση ενός από τα χωράφια λόγω αλλαγής νόμου. Γενικά ήταν μια διαδικασία αρκετά εύκολη και επειδή ο δήμαρχος ήταν καλός του φίλος, δε θέλησε να την καθυστερήσει. Είχε πληρωθεί αδρά άλλωστε για εκείνους τους ελαιώνες. Παρόλα αυτά όμως, ήταν ένας άνθρωπος έξω καρδιά, αστείος και σοβαρός συνάμα. Η Αρετή ένιωσε ζεστασιά σε αντίθεση με όσα είχε ακούσει για αυτόν που τον παρουσίαζαν σαν ένα τέρας που ξέπλυνε τη περιουσία τους.

Πέρα από το Φώτη όμως, η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά ηλεκτρισμένη ολόγυρα. Ο Σήφης έριχνε ματιές από δω και από εκεί. Ο Γιώργης του ψυθιριζε μερικές φορές, η Λενιώ γελούσε πονηρά σαν κοιτούσε τη κόρη της, η Νανά τους κοιτούσε όλους με τη σειρά της ενώ ο Ορέστης, δεν έδινε σημασία σε κανένα παρά μόνο γέμιζε το ποτήρι του με ρακή.
Ακόμα ένιωθε ντροπιασμένη για το όνειρο της πόσο μάλλον όταν πια ήταν σε θέση να φανταστεί το κορμί του, υγρό και γυμνό. Η αμηχανία και μόνο σαν συναντιόταν το βλέμμα της με το δικό του, ήταν εμφανής.

"Νομίζω φουσκωσα! Εγιανε η κοιλιά μου! Μπράβο σου Λενιώ! Χρυσοχέρα όπως πάντα!" Ο Φώτης έπιασε τη κοιλιά του και σηκώθηκε "Θα έφτιαχνα ένα καπνό αλλά δεν έχω κουράγιο"

ΨιχαλίδεςWhere stories live. Discover now