Κεφάλαιο 5°

883 147 64
                                    

°•Μια νέα αρχή, ένα νέο ξεκινημα... και πολλά χρόνια πίσω ... Καμία φορά το μέλλον αρχίζει πρώτα από το παρελθόν και οδεύει με αυτο είτε σου αρέσει, είτε οχι.... •°

"Που πήγε ο Κυριάκος;" Ο Ζήσης έριξε κάνα δυο ματιές δεξιά και αριστερά μα δε κατάφερε να τον εντοπίσει. Η Στρατούλα μιλούσε με τη Μαριάνθη απέναντι, η Δέσποινα προφανώς εκνευρισμένη από κάτι, τους είχε γυρισμένη την πλάτη , ενώ σε μια γωνιά, είδε και την Αναστασία η οποία απέφευγε ακόμα και να τον κοιτάξει. Ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε περίπτωση να φανούν οι Ραγιάδες και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που η απουσία του Κυριάκου ήταν έντονη.

"Να κεράσω άλλη μια;"

"Όχι, Δημήτρη να είσαι καλά αδερφέ! Να σου ζήσει η Μαριώ!"

"Ευχαριστώ ρε Ζήση! Μας έβγαλε τη ψυχή αλλά το παντρεψαμε το μικρό! Τώρα σε λίγους μήνες θα πάρω και εγώ σειρά!"

"Βρήκες τη νύφη;"

"Η μάνα μου επιμένει πως η Όλγα, η κόρη της Γιιωργουλας, λιώνει. Όμορφη είναι... Γιατί όχι;"

Ο Ζήσης ανασηκωσε τα φρύδια και κατέβασε τελικά τη ρακή "Καλά και θα παντρευτείς από προξενιό;"

"Γιατί πως παντρεύονται όλοι; Και μη πεις από αγάπη! Οι μισοί μισούνται και ποτέ δε παίρνουν αυτούς που αγαπούν! Πάλι καλά Μαρία πάτησε σε ουδέτερο έδαφος... Αλλά και πάλι... Από μικρά παιδάκια στο σχολείο της ζωής ήταν όλα...." αποκρίθηκε λυπημένος "Βλέπεις πουθενά το Κωσταντή και το Γιώργη; Μάλλον ήξεραν πως αν πατήσουν πόδι, θα έχουμε θέματα... Τα βαρέθηκα αυτά ρε Ζήση..."

Από τη μια δεν ήξερε και τι να πει.
Είχε δίκιο....
Σε κάθε γλέντι το χωριό ήταν χωρισμένο στα δύο ενώ οι έρωτες αν αυτοί προέκυπταν ανάμεσα στις δύο οικογένειες, όπως άνθιζαν έτσι και πέθαιναν πριν ευδοκιμήσουν.

Ο Δημήτρης του χάρισε ένα χτύπημα στη πλάτη και πήγε να συνεχίσει το χορό. Ο Ζήσης γέμισε ξανά το ποτήρι του, και το ήπιε. Από μικρός έβαλε στο μάτι την Αναστασία μα εκείνη πάντα τον αρνιόταν. Κολλημένη με τους Ραγιάδες έτρεχε πίσω από τα πόδια τους και μεγάλωσε με τον εχθρό...
Υπήρχαν τόσες απώλειες και από τις δύο πλευρές που πια είχε χαθεί το μέτρημα. Άλλοι έφυγαν στα ξένα για να αποφύγουν τα δυσάρεστα άλλοι έμειναν και κράτησαν χαμηλό προφίλ, και κάποιοι κατέληξαν βαθιά στο χώμα...

Ο πατέρας της ήταν πάντα στη μέση όσο ήταν εν ζωή και μάλιστα έχοντας πάνω από δέκα κτήματα ανεκμετάλλευτα, είχε αποφασίσει να τα δώσει μισά μισά στις δύο οικογένειες έτσι ώστε να αυξηθεί η σπορά και η παραγωγή στο τόπο. Ο Φώτης πάντοτε πίστευε ότι κάθε τι που γίνεται για το καλο του τόπου, επιβάλεται. Αφού εκείνος ήταν ανίκανος να ασχοληθεί με αυτά και αφού μετά το ατύχημα με το πόδι του, δεν είχε κουράγιο να ασχοληθεί με τις ελιές, θα έδινε τα κτήματα στους αμπελουργούς. Τους Ραγιάδες και τους Μακρήδες. Τουλάχιστον και οι δύο οικογένειες με το τρόπο τους η κάθε μία συνεισέφεραν οικονομικά. Είτε στο δήμαρχο, είτε στην εκκλησία είτε στους δρόμους... Έκαναν αρκετά...

ΨιχαλίδεςWhere stories live. Discover now