Κεφάλαιο 14°

1.2K 151 54
                                    

"Κανείς δε άκουσε τους νόμους , κανείς δεν υπολόγισε

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

"Κανείς δε άκουσε τους νόμους , κανείς δεν υπολόγισε... Τα κρίματα ήταν πολλά και ο αμαρτωλός χέρι εσηκωσε σε ξένο σώμα. Ένα σώμα που είχε σάρκα και οστά καταραμένα απ' του χρόνου, τις πληγές..."

Μοίρες
30 χρόνια πριν...

"Για που το βαλές βρε απολιθαράκι;" ο μικρός έζεψε λίγο καλύτερα τα ξύλα στη πλάτη και τον αγριοκοίταξε "Σε σένα μιλώ! Ει!"

"Ήντα θες μωρέ παππού! Δε βλέπεις πως έχω δουλειά; Μυαλό εν κατέχεις; Άσε με πιο να τελειώσω!"

"Περίμενε βρε!"

Ξεφυσησε και αφήνοντας τα δεμάτια κάτω, γύρισε προς το μπάρμπα που καθόταν στο καφενείο με σηκωμένο φρύδι

"Ωραία. Λέγε ήντα θες γιατί βιάζομαι!"

Ήταν αρκετά αγαπητός ο μπαμπά Στυλιανός στο χωριό μα όλοι ήξεραν πως κατά βάθος ήταν λιγάκι κουζουλος. Μόνος στη ζωή, κοντά στα εβδομήντα πια και άτεκνος. Σήμα κατατεθέν του καφενέ.

"Έλα, κάτσε να σε τρατάρω μια τσικουδιά!"

"Η ώρα είναι 8 το πρωί!"

"Ε και; Θα σε μαλώσει ο πατέρας σου αν για λίγο κάνεις διάλειμμα να σε κεράσω κάτι;"

"Είμαι εννιά!"

Του επισήμανε την ηλικία του και ο μπάρμπας γέλασε με τη ψυχή του

"Κάτσε δω χάμο βρε σκασμενο! Θέλω να σε μιλήσω..."

Ο Ορέστης κοίταξε τριγύρω και έπειτα καθισε απέναντι του στη ψάθινη καρέκλα έχοντας ένα βλέμμα αποδοκιμασίας προς το πρόσωπο του. Ήταν σχετικά άδειο το χωριό. Κανείς δεν έπινε από τα πρωινά άλλωστε και όλοι ήταν στα χωράφια. Όλοι εκτός από το τρελό του χωριού... Ίσως γι αυτο και δεν ήθελε να καθυστερήσει. Μα ήταν αργά πια.

"Ωραία. Σε ακούω...! Άντε γιατί βιάζομαι!"

"Να βάλω λίγη;" του έδειξε τη τσικουδιά και ο Ορέστης στριφογύρισε το βλέμμα μονομιάς.

ΨιχαλίδεςWhere stories live. Discover now