Κεφάλαιο 27°

919 131 30
                                    

Πες μου μάτια μου ...
Πως μοιάζει η σιωπή σαν έρχεται το τέλος;
Μοιάζει με αγάπη ή με κενό;
Με το τίποτα η με ένα πάντα που  αγκαλιάζεις;

"Μη φύγεις..." τα δάχτυλα του χάιδεψαν τον ώμο της και εκείνη έμεινε στατική να κοιτάζει ευθεία τη πόρτα του σπιτιού. Δεν ήθελε να ενδώσει πάλι. Δεν ήθελε να πει κάτι παραπάνω. Δεν ήθελε να έρθει σε αντιπαράθεση αλλά ούτε και να εξηγήσει τίποτα...
"Μη μου το κάνεις αυτό..." σαν τζάμι που θολώνει από καυτή ανάσα, θόλωσε και το μυαλό της νιώθοντας τον να μιλάει από πίσω της.
Πίστεψέ πως η επιστροφή στο οινοποιείο θα ήταν ασφαλής επιλογή με την άφιξη του Κωσταντή αλλά έκανε λάθος. Σαν το διάολο ξεφυτρωνε από παντού αυτός ο άντρας και δε την άφηνε λεπτό ήρεμη.
"Σε πέντε λεπτά θα φύγω. Γύρνα μόνο να σε δω" δε περιμενε αυτή τη συνέχεια και για πρώτη φορά από την ώρα που κατάλαβε πως ήταν πίσω της, άνοιξε περισσότερο τα βλέφαρα. Ήταν αυτό που ήθελε... Να φύγει. Σωστά;
Κι όμως σαν έναν ναυαγό λαχταρούσε λίγη από τη στεριά του.

"Χθες σου ξεκαθάρισα ότι μετάνιωσα για ότι έγινε μεταξύ μας. Τι άλλο υπάρχει λοιπόν;" Αποκρίθηκε στεγνά κοιτώντας απέναντι το κενό

Ο Ορέστης έβαλε λίγη δύναμη και κατεβάζοντας τα χέρια στη μέση της, τη γύρισε ολόκληρη. Η Αρετή δεν έφερε αντίσταση. Ίσα ίσα σαν τη πιο καλή ηθοποιό φόρεσε τη μάσκα της περίτρανα και τον κοίταξε με απάθεια.
Ακόμα κι όταν το δάχτυλο του αγκάλιασε το πηγούνι της, εκείνη παρέμεινε σταθερή.
"Μεγάλωσα απότομα και πέρασα πολλά για να παίζω παιχνίδια" της είπε και ένιωσε κάτι να ραγίζει μέσα της. Ούτε εκείνη έπαιζε παιχνίδια. Πόσο μάλλον στις πλάτες της μάνας της...
"Δεν αλλάζει ο άνθρωπος σε ένα εικοσιτετράωρο Αρετή." ανασηκωσε ελαφρά το κεφάλι της και εκείνη τραβήχτηκε δύο βήματα πίσω παίρνοντας πάλι απόσταση

"Αλλάζει. Ήταν λάθος. Σύντομα θα φύγω από το χωριό. Δεν ανήκω εδώ. Γυρίζω στην Αμερική" τον είδε να ζωγραφίζει ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη και έπειτα να βγάζει από τη τσέπη τα κλειδιά του σιωπηλός "Οι κόσμοι μας είναι εντελώς διαφορετικοί Ορέστη. Δε θα γίνω ποτέ μια καλή νοικοκυρά! Δε θα γίνω ποτέ αυτό που φαντάζεσαι! Χασμα γενεών μας χωρίζει! Θέλω να ζήσω μια ελεύθερη ζωή! Όχι να μείνω σε ένα τόπο που θα με γυρίσει χρόνια πίσω! Ήταν απλά ένα λάθος ... Πες πως δεν έγινε. Πες πως δεν υπάρχω μέχρι να φύγω...Έχεις ένα γιο στην ηλικία μου! Κοίτα τη ζωή σου και εγώ θα κοιτάξω τη δική μου" εναπόθεσε κάθε της ελπίδα για να τον απομακρύνει σε πιο σκληρά λόγια. Η μόνη κίνηση που εισέπραξε από εκείνον ήταν ένα ελαφρύ δάγκωμα στο εσωτερικό από τα μάγουλα του και το κόκαλο από το σαγόνι του που παρά τα μούσια, φαινόταν καθαρά. Λάτρευε άλλωστε εκείνη τα σημεία του... "Καλή η σαρκική επαφή αλλά μας χωρίζουν πολλά περισσότερα από όσα μας ενώνουν... Ας το κρατήσουμε τυπικό σε παρακαλώ" έκλεισε την ομιλία της και βάζοντας βαθιά το χέρι στη τσέπη της, έβγαλε το σαρίκι του. Ήταν το μόνο που πήρε από το σπίτι πριν φύγει. Δεν είχε σκοπό να του το δώσει ούτε ήθελε να το απαρνηθεί μα εδώ που έφτασε, ήταν μονόδρομος. Τη κοιτούσε ασαλευτος και ήταν τρομακτικός. Η σιωπή του ήταν πιο επικίνδυνη από τα λόγια ενώ σαν σήκωσε το χέρι προς το μέρος του και είδε το βλέμμα του να καρφώνεται στη παλάμη της, ένιωσε ένα συγκρυο στη πλάτη της. "Είπες δε θα έχει τρίτη... Κι όμως έκανε λάθος... Τρίτη και τελευταία..." άπλωσε το χέρι προς το μέρος του και τον κοίταξε περιμένοντας κάποια αντίδραση. Μα τίποτα.
"Πάρτο και φύγε σε παρακαλώ" έπιασε το χέρι του για να το ανοίξει και να το βάλει μέσα και μόνο τότε σαλεψε. Και σαλεψε για τα καλά...

ΨιχαλίδεςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora