Κεφάλαιο 18°

988 135 93
                                    

                 ~~~~~~~~~~~~~~~~~
                     Αντιδράσεις
                          Ενοχές
                          Ζήλεια
                       Παράνοια
                   ~~~~~~~~~~~~~~

Τα νερά ήταν κρυστάλλινα και πρώτη φορά έβλεπε το συγκεκριμένο μέρος. Όχι πως είχε περπατήσει και πολύ στο χωριό αλλά δε φανταζόταν πως ανάμεσα στα θηριώδη φαράγγια θα υπήρχε κάτι τόσο μαγευτικό. Τελικά η Κρήτη ήταν αμφίβολα ένα μέρος γεμάτο με τα δικά του μυστικά ενώ τα χώματα της, σίγουρα ήταν ιερά με κάθε τρόπο.
Προς μεγάλη της έκπληξη, δε ντράπηκε να βάλει το μαγιό της και να κολυμπήσει πλάι στο Γιώργη. Τον ένιωθε αρκετά κοντά της και σε εκείνον έβλεπε ένα στήριγμα άνευ προηγουμένου. Έναν άνθρωπο που για κάποιο λόγο ένιωθε ότι θα ήταν πάντοτε εκεί δίχως να τη κρίνει και να τη πληγώσει. Εξ αρχής της έδειξε ένα διαφορετικό πρόσωπο και της δίδαξε με το τρόπο του ότι δεν είναι όλοι ίδιοι.

"Μη φοβάσαι... Μέσα είναι τα καλύτερα!"

"Ξέχασε το! Δε μπαίνω εκεί μέσα! Κι αν πλημμυρίσει; Αν δεν υπάρχει διαφυγή;"

"Τώρα ειλικρινά φοβάσαι μια τόση δα σπηλιά; Για να μην αναφέρω το γεγονός πως είμαι μαζί σου!"

"Δε φοβάμαι!"

"Ε τότε; Τι σε σταματάει;" η Αρετή κοίταξε τη σπηλιά και τα νερά που έρεαν ασταμάτητα από την υποτιθέμενη είσοδο και ξεροκαταπιε. Δεν ήταν λίγους μήνες πριν όταν ο Νίκολας τη παρέσυρε σε έναν υπόνομο στη Νέα Υόρκη που έμοιαζε ακριβώς με μια τεράστια σπηλιά...

"Γιώργη; Δεν αισθάνομαι άνετα εκεί μέσα..." είπε εν τέλη αφήνοντας στην άκρη το ύφος "Σε παρακαλώ μπορούμε να μη μπούμε;" με ένα μακροβουτι βρέθηκε αμέσως πλάι της και εκείνη αναστεναξε "Συγνώμη ... Απλώς έχω κακές εμπειρίες από μέρη σαν αυτά. Δε μπορώ τους μικρούς κλειστούς χώρους..."

Το ζεστό του χαμόγελο, αγαλλιασε τη καρδιά της και έτσι όπως ήταν κοντά, τον αγκάλιασε.

"Είμαι εδώ για οπότε θέλεις να μου μιλήσεις ... Ένα πράγμα μόνο να θυμάσαι.... Κανείς ποτέ ξανά δε πρόκειται να σε πειράξει, Αρετή μου. Αυτό πίστεψέ το και άσε τον εαυτό σου να ζήσει λίγο..."  Η Αρετή απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του και κολύμπησε ως την άκρη. Ήταν γλυκός και τόσο τρυφερός. Όλα όσα έλειπαν από τον Ορέστη τα είχε πάρει ο Γιώργης. Τα πονηρά γεμάτα χιούμορ βλέμματα, την αφέλεια, την ειλικρίνεια σε πολλά πράγματα αλλά και την ίδια τη ζωή... Μέσα στα μάτια του έβλεπες τη ζωντάνια σε κάθε στιγμή τους ενώ στου Ορέστη, το ατέρμονο γκρίζο ...

ΨιχαλίδεςWhere stories live. Discover now