Κεφάλαιο 8°

854 141 56
                                    

°•Ποσες αγάπες έχουμε στη ζωή;•°

Τυμπάκι, 21 χρόνια πριν....

Στα χέρια κρατούσε λίγα μαραμένα μούσμουλα, στα μαλλιά είχε στολίσει ένα σπασμένο κοχύλι και καθισμένη στην ακρογιαλιά, άφηνε τα δάχτυλα των  ποδιών της να παίζουν με την αμμουδιά.
Λάτρευε εκείνο το πετρώδες χώμα που σαν το άγγιζε το βρεγμένο σου κορμί, έπεφτε καταχαμα και δε κολλούσε πάνω.

Η ψαριά δε πήγε τόσο καλά. 
Ο πατέρας της μαζεύτηκε νωρίς στο σπίτι και ξέροντας πως η μάνα της θα έκανε ετοιμασίες για το γλέντι, εκείνη αποφάσισε να φύγει.
Για τη Μελιά, εκείνη η χαρά των δικών της, ήταν απλώς θάνατος. Αγόρι δε υπήρχε στην οικογένεια και ποτέ δε κατάλαβε γιατί έπρεπε εκείνη να βρεθεί στη θέση ενός πλούσιου γάμου.

Η εικόνα του Στρατή ξεπρόβαλε στα μάτια της και ανατριχιασε από τη σιχαμαρα. Προτιμούσε να πεθάνει από το να παντρευτεί εκείνο τον άντρα. Κοντός, γύρω στα τριάντα πέντε και άσχημος. Όχι πως η ομορφιά είχε σχέση, και ωραίος να ήταν πάλι δε θα τον ήθελε. Η δική της η καρδούλα ήταν αλλού δοσμένη...
Άφησε τα μούσμουλα να πέσουν παραδίπλα, ξάπλωσε προς τα πίσω και κοίταξε τον ουρανο. Από τον κουρασμένο ήλιο, κατάλαβε πως έπιανε απόγευμα.

"Επίτηδες βρίσκεσαι στα λημέρια μου συνέχεια έτσι;" Η φωνή που άκουσε συνοδεύτηκε και από ένα ζευγάρι μάτια τα οποία στάθηκαν από πάνω της και τη κοίταξαν.

"Ορέστη!" Η Μελιά αναπήδησε αμέσως και σαν ελατήριο σηκώθηκε μονομιάς και όρμησε στα χέρια του. Το κορμί της σαν να ήταν πούπουλο, έφερε δύο στροφές γύρω γύρω ώσπου πάτησε ξανά κάτω. "Που ήσουν; Μια βδομάδα έχω να σε δω..." χάιδεψε απροκάλυπτα τα ζουμερα του χείλη και ύστερα ξεκούρασε το χέρι της, στο τραχύ του μάγουλο. Ίσως δεν είχε μακριά μούσια, μα ήταν κοντοκουρεμένα και της άρεσε έτσι όπως γαργαλουσαν τη παλάμη της.

"Πήγα ως τις Μοίρες. Ξέρεις πως ο πατέρας μου, πεθαίνει Μελιά μου και ύστερα και από το θάνατο της μάνας μου, μόνο εμείς θα μείνουμε. Ήθελε να μας δείξει τα χώματα μας πριν κλείσει τα μάτια..."

"Λυπάμαι..."

"Μη λυπάσαι. Από τη μέρα που έφυγε η μάνα μου ήξερα πως δε θα αντέξει ούτε δύο μήνες... Καλύτερα να πάει να τη βρει..."

"Και θα μείνετε μόνοι με το Σήφη; Γιατί δε πάτε στους δικούς σας;"

Ο Ορέστης γέλασε ήρεμος

ΨιχαλίδεςWhere stories live. Discover now