Κεφάλαιο 23°

1.6K 139 114
                                    

"Κράτησε με" άπλωσε το χέρι της και εκείνος αποτραβηξε το βλέμμα από πάνω της "Μη κάνεις σαν μωρό σε παρακαλώ

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

"Κράτησε με" άπλωσε το χέρι της και εκείνος αποτραβηξε το βλέμμα από πάνω της "Μη κάνεις σαν μωρό σε παρακαλώ..."

"Φύγε"

"Όσο και να με διώχνεις δε πρόκειται να πάω πουθενά..."

"Μαριάνθη δεν είμαι σε θέση να συζητήσω. Μπορείς να φύγεις; Και βασικά φύγε και μην ξανάρθεις!" γύρισε θυμωμένα από την άλλη και εκείνη βουρκωσε. Πλάι στο κρεβάτι του νοσοκομείου υπήρχε ένα αναπηρικό καροτσάκι και καταχαμα πεταμένες δύο πατερίτσες.

Ο Κωνσταντής έγινε καλά αλλά το αν θα κατάφερνε να σταθεί ξανά στα πόδια, ήταν δύσκολο. Οι γιατροί ενημέρωσαν πως δεν είχαν καταστραφεί εντελώς οι ιστοί και τα νεύρα μα η ζημιά ήταν μεγάλη. Ο φόβος τους ήταν εξ αρχής το κρανίο και οι κακώσεις σε αυτό αλλά ο Κωνσταντής απέδειξε τουλάχιστον πως ήταν άξιος μαχητής.
Αυτό που δυστυχώς όμως δε κατάφερε να κάνει ήταν να αγαπήσει ξανά τον εαυτό του...
Έναν εαυτό που τον έβλεπε σαν σακάτη και σαν τελειωμένο.

"Σε παρακαλώ .. Μη με διώχνεις. Έλα να σε βοηθήσω να σηκωθείς και θα προσπαθήσουμε μαζί να σταθείς στις πατερίτσες. Ίσως κουράστηκες... Κάτσε στη καρέκλα και σιγά σιγά θα..."

"ΦΥΓΕ!" Της έβαλε τις φωνές γυρίζοντας απότομα και εκείνη πισωπατησε τρομαγμένη "ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΤΣΩ ΣΤΗ ΚΑΤΑΡΑΜΈΝΗ ΚΑΡΕΚΛΑ! ΟΥΤΕ ΣΕ ΘΕΛΩ ΕΔΩ! ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;"

Η Μαριάνθη θα μπορούσε κάλλιστα να τον παρατήσει μα ήξερε καλά πως είχε θιχτεί τόσο η υπερηφάνεια και ο εγωισμός του που αντί να θυμώσει, ένιωθε τύψεις.

"Μη μου φωνάζεις .." Ψέλλισε βουρκωμενη πια

"Μπορείς να φύγεις και να μη ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ μέσα;! Τελειώσαμε!" είπε σοβαρός χαμηλώνοντας το τόνο και εκείνη άρχισε να τρέμει

"Δεν έχω που να πάω ρε Κωσταντή..." Παραδέχθηκε θλιμμένα αφήνοντας ελεύθερα χιλιάδες δάκρυα στα μάγουλα της και σηκώνοντας το χέρι της, του έδειξε στο βάθος του δωματίου μια βαλίτσα "Έφυγα από το σπίτι σήμερα... Έφυγα γιατί..." Η Μαριάνθη κρατιόταν με νύχια και με δόντια να μη ξεσπάσει ολοκληρωτικά σε λυγμούς ενώ εκείνος πάλι τη κοιτούσε σαστισμένος "Έφυγα γιατί εδώ ανηκω. Γιατί άργησα... Γιατί δεν είμαι πια παιδί και γιατί...Γιατί εσύ είσαι όλα όσα θέλω να έχω στη ζωή μου... Με πόδια ή χωρίς... Δεν αγάπησα το σώμα σου... Εσένα αγάπησα..." στεκόταν σαν ένα κλαρί μπροστά του κλαίγοντας και αφήνοντας τη ψυχή της.
"Εσύ είσαι το σπίτι μου πια..." Τα δάκρυα έπιασαν να τρέχουν στο πάτωμα μα τα χέρια της ήταν ανήμπορα ακόμα και να τα σκουπίσουν. Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι...

ΨιχαλίδεςWhere stories live. Discover now