Κεφάλαιο 4°

908 148 80
                                    

°•Τα σενάρια που κάνεις τα βλέπω και γελω , ποιος είσαι, σε ρωτώ μα απάντηση δε παίρνω... Πρόσεχε ξενε... εκεί που πατάς πάτησαν κι άλλοι και βρήκανε το θανατο... •°

"Μπορούσα και μόνη μου" η Αναστασία κοίταξε τον Ζήση που έφευγε κακήν κακώς και έπειτα γύρισε προς το μέρος του "Ευχαριστώ" είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Ο Ζήσης έβγαζε εύκολα γλώσσα αλλά τούτη τη φορά μαζεύτηκε και εξαφανίστηκε χωρίς πολλά πολλά.

"Σε κυνηγάει καιρό;"

"Όχι Ορέστη... Τουλάχιστον οχι σε τέτοιο βαθμό. Συνήθως του ζητάω να φύγει και φεύγει..."

"Δε σου έχει πει η μάνα σου να μη τριγυρίζεις νύχτες εδώ; Πήγαινε στο γλέντι... Να είσαι σίγουρη θα κάνει καιρό να πεταχτεί ξανά μπροστά σου"

"Και πάλι δεν ήταν ανάγκη, μα ευχαριστώ. Πως και δεν είσαι στα αμπέλια; Η μήπως θα έρθετε με τη Λενιώ στο γλέντι; Η μαμά ήθελε να περάσει να σας δει μα δε τα κατάφερε..."

"Δε πειραζει. Θα πω τη Λενιώ, να έρθει εκείνη. Δε νομίζω πως είναι τα γλέντια αυτά για μας Αναστασία μου... Πήγαινε στο καλό, και να προσέχεις"

"Ορέστη;" του είπε πριν φύγει και εκείνος κοντοσταθηκε "Είναι αλήθεια πως ήρθε η κόρη της Λενιώς στο νησί;"
Η Αναστασία του είχε μεγάλο θάρρος από πιτσιρίκι. Ο πατέρας της ήταν πολύ καλός του φίλος και σαν απλώθηκαν τα μαντάτα για το θάνατο του στο νησί, ο Ορέστης είχε αφηνιασει. Ίσως ήταν ο μόνος άνθρωπος που θεωρούσε ότι η αυτοκτονία του ήταν μια καλοσχεδιασμένη δολοφονία για αντίποινα. Παρόλα αυτά η μάνα της, δεν ήθελε να εμπλακεί παραπάνω και τους παρακάλεσε να κρατήσουν χαμηλούς τόνους.
Η Αναστασία από τη πλευρά της, τον ένιωθε κοντά της λόγω του πατέρα της και έμαθε  πλάι στο καλύτερο να μη φοβάται τη ζωή.  Απο πιτσιρίκι έτρεχε μαζί τους στα χωράφια αλλά μεγαλώνοντας άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της. Οι επισκέψεις λιγόστεψαν και η μάνα της αφοσιώθηκε εντελώς στην εκκλησία. Πλέον τους έβλεπε μια στο τόσο και αυτό αν τύχαινε να διασταυρωθούν οι δρόμοι τους στο χωριό.

"Είναι αλήθεια. Έμαθαν όλοι τα νέα έτσι; Αν και πήγαν στην εκκλησία το πρωί"

"Κάτι ακούστηκε... Η μάνα μου το ήξερε πάντως από χθες..." Ο Ορέστης δεν απάντησε "Λοιπόν, φεύγω γιατί τα όργανα έχουν ξεσηκωθεί και δε θέλω να νομίζει η Μαριώ πως δε θα πάω..."

"Να προσέχεις μικρή..."

"Πάντα!" τον χαιρέτησε σηκώνοντας τα δύο δάχτυλα του χεριού της στο μέτωπο, και εκείνος ανταπέδωσε φεύγοντας από την αντίθετη κατεύθυνση.
Ποτέ δεν κατάφερε να καταλάβει γιατί η μάνα της δε τον άφησε να λογαριαστει με τους Μακρήδες. Στα μάτια της εκείνοι ήταν οι μόνοι ένοχοι. Αντί αυτού, εκείνη κλείστηκε στον εαυτό της, έγινε ένα με το Θεό όπως πίστευε και άφησε τη κόρη της στο έλεος του χωριού. Την άφησε μόνη, να παλεύει με τους συνομηλίκους της και εκείνη μιλούσε για συγχώρεση και ταπεινότητα. Μια ταπεινότητα που οσο θέλησε να διδάξει στη κόρη της, εκείνη διδάχθηκε το αντίθετο για να επιβιώσει.

ΨιχαλίδεςWhere stories live. Discover now