Κεφάλαιο 25°

1.1K 135 41
                                    

Βγαίνει σιγά σιγά η λασπουριά και δείχνει τη βρωμιά της
Φοβού το πόνο και την οδύνη του παρελθόντος...

Ηταν νωπά τα ρούχα.
Ο καιρός αγριευε.
Ολοένα και ανατριχιαζε αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να φύγει. Ήξερε πως αργά η γρήγορα θα έρθει και αξιζε η αναμονή.
Σε ένα τόσο μικρό τόπο , δύσκολα να κρυφτεί κάποιος και αν κρυφτεί εύκολα αν θες τον βρίσκεις.
Πόσα λάθη είχαν γίνει και για ποσα είχε άγνοια.
Πόσες λάθος επιλογές πάρθηκαν και πόσο σκληρό ήταν το τίμημα;

Μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά και εκείνος ένας απών πατέρας σε όλη τη ζωή της. Ποιανού κρίμα είχε φορτωθεί στους ώμους του και πλήρωνε για αυτό;
Είχε πιει.
Ήταν δύσκολο να προσαρμοστεί στα νεα δεδομένα και το μόνο που ήθελε ήταν να δει το παιδί του. Μα πως ήταν δυνατόν να έγιναν όλα τόσο σκοτεινά ολόγυρα τους;

Έφταιγε.
Δεν κατηγορούσε κανένα παρά μόνο τον εαυτό του, την ξεδιαντροπιά της πράξης του και την άτακτη φυγή του μακριά της. Τελικά όσο περισσότερο το σκεπτόταν άλλο τόσο κατέληγε στο συμπέρασμα πως εκείνος ο τόπος ήταν ένα νεκροταφείο μυστικών γεμάτο μηχανορραφίες και βρωμιά.

"Κόψε το βήμα σου ανάθεμα σε!" ένα σφιχτό κράτημα τον επανέφερε στη πραγματικότητα και γυρίζοντας το μεθυσμένο του βλέμμα, είδε μια μαυρίλα "Σέρνεσαι και το μόνο που θα καταφέρεις είναι ένας σκοτωμος!" αναγνώρισε τη φωνή τη δεύτερη φορά που μίλησε

"Παράτα τα με παπά!"

"Αν σε παρατήσω θα ανοίξω τάφους! Προχώρα!" βάζοντας ώθηση κατάφερε να τον σύρει μαζί του μέχρι την εκκλησία και μπαίνοντας μέσα, τον έβαλε να καθίσει σε ένα σκαμνί και σφαλησε τη πόρτα πίσω του "Πασχισα να βάλω το χωριό σε νηνεμία ύστερα από το θάνατο του Λευτέρη! Δε θα αφήσω κανένα να ανοίξει καινούρια πυρά!" Ο Παυλής γέλασε στραβά και εγυρε το σώμα του προς το τοίχο

"Κοίτα να δεις που έγινα πατέρας!" αναφώνησε κοροϊδεύοντας

"Πάψε! Δε ξέρεις τι λες! Ήντα είναι αυτά που κάνεις!"

"Τώρα θες να με κανεις να πιστέψω πως το Λενιώ δε σου πε λέξη; Άσε με να  χαρείς ωρέ!" Είπε ελαφρώς ενοχλημένος και στη προσπάθεια να σηκωθεί, κάθισε μονομιάς ξανά κάτω

"Κράτα κλειστά τα στόματα για αν θα ανοίξουν, εδώ θα αφήσουμε τα κόκαλα μας! Κι αν εσύ φταις, τούτα τα παιδιά δε φταίνε σε τίποτα άκουσες; Σε τίποτα! Δε θα αφήσω κανένα σας να τα μολύνει παραπάνω! Ως εδώ!" αστραψε αγανακτισμένος"Θα κάτσεις εδώ μέχρι να βρεις τον εαυτό σου! Αύριο πρωί, θα έρθω να σε βγάλω!" Ο Παυλής γέλασε ξανά

ΨιχαλίδεςWhere stories live. Discover now