Κεφάλαιο 11°

963 132 149
                                    

Μοίρες , 23 χρόνια πριν...

Πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια φέτα τυρί, έξι ελιές από τις αγαπημένες του, δύο φέτες ψωμί , τσικουδιά και μια ντομάτα. Ήταν όλα όσα ήθελε και μάλιστα ήταν χαρούμενος που η Μελιά δεν μπορούσε να κανει φαγητό και ετοίμασε τα βασικά μόνος. Ο λόγος ήταν ευλογία...
Ξάπλωνε σπίτι και ανάρρωνε έχοντας φέρει λίγες μέρες πριν στο κόσμο το γιο τους.
Τι άλλο να ζητήσει ένας άντρας;
Ανάθεμα και το φαγητό και όλα...
Ποτέ δε της ζήτησε άλλωστε να είναι καλή νοικοκυρά ή να μαγειρεύει. Από μικρός είχε πίστη στα χέρια του και ακόμα κι αν τα έκανε όλα χάλια πάλι προσπαθούσε.
Για εκείνον η γυναίκα είχε άλλη θέση σε εκείνο το κόσμο.
Για εκείνον η γυναίκα ήταν το νόημα για να έχει ο άντρας ένα λόγο παραπάνω να μοχθήσει και να προσπαθήσει να γίνει καλύτερος.
Αν ήθελε δούλα, όπως οι περισσότεροι άντρες, θα πλήρωνε μια καθαρίστρια και δε θα έπαιρνε γυναίκα για συντροφο.

Το οινοποιείο μόλις είχε ξεκινήσει να ανθίζει και οι δουλειές πήγαιναν εξαιρετικά καλά. Βέβαια επιλογή του ήταν να μην έχει προσωπικό όπως οι περισσότεροι αλλά είχε πλάι το Σήφη που έκανε για δέκα χέρια με τη σειρά του. Αμέτρητες φορές οι δικοί του θέλησαν να έρθουν μα εκείνος το αρνήθηκε. Επέλεξαν να φύγουν από το τόπο τους χρόνια πριν και εκτός αυτού όσο βασταγαν τα πόδια του, δεν είχε ανάγκη κανέναν.

Ο ήλιος ήταν τέρμα ψηλά μα κάτω από το υπόστεγο είχε αρκετή δροσιά. Ήθελε σίγουρα επισκευές αλλά σε γενικές γραμμές εκτός από τα παράθυρα και λίγα μηχανήματα το κτίσμα είχε μείνει ανέπαφο στο χρόνο. Αν ο πατέρας του δεν αγαπούσε τη μάνα του και δεν έφευγε στο Τυμπάκι ίσως τούτη τη στιγμή να ήταν διαφορετική η περιουσία μα ο Ορέστης δε τον κατηγόρησε ποτέ. Ήταν πουτάνα η ζωή άλλωστε και ο έρωτας παιδί της...

Η βεντέτα που είχε κλείσει πριν μισό αιώνα περίπου κόντεψε να ανοίξει αλλά ευτυχώς παρέμεινε κλειστή...
Η μάνα του, ήταν ξένη. Αθηναία. Ο πατέρας του πάλι είχε δώσει λόγο σε μια κοπέλα από τους Κοντογιώργηδες εκείνο το καιρό. Τότε όλοι μαζί ζούσαν στις Μοίρες. Οι Κοντογιώργηδες ήταν περισσότεροι , οι Ραγιάδες δεν ήταν τόσοι αφού το δικό τους το σόι αγαπούσε τα βουνά και τα άγρια δάση με αποτέλεσμα ακόμα και οικογένειες ολόκληρες να ζούνε στα φαράγγια. Όσο δε,  άλλαζαν οι εποχές και τα χωριά μεγάλωναν άλλο τόσο τα απέφευγαν. Εκτός από αυτούς υπήρχαν και οι Μακρήδες μα δε τους λογάριαζε και κανείς. Ήταν μεν αρκετοί και ήρθαν όλοι από ένα χωριό που ερήμωσε λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά μα ούτε σταθερή δουλειά είχαν, ούτε και βλέψεις. Οι περισσότεροι τριγυζαν σαν εργάτες στα χωράφια των άλλων.

ΨιχαλίδεςWhere stories live. Discover now