"...Δεν τελείωσαν όλα..." 6

6.6K 594 19
                                    


"...Υπομονή. Δεν τελείωσαν όλα. Σ' αυτή τη ζωή δεν τελειώνουν όλα. Ούτε σε μια μέρα, Ούτε σε μια ζωή. Στην άκρη της νύχτας - για σε το λέω, απελπισμένε - στην άκρη της νύχτας πάνω σε κάποιο κλαρί κρέμεται μια ελπίδα..." Μ. Λ.


Τους κοίταξε όλους έναν προς έναν... Από την μια πλευρά είχε τους γονείς της, την οικογένειά της, ανθρώπους που ήξερε, εμπιστευόταν και ένιωθε σιγουριά μαζί τους, και από την άλλη, ένας άνδρας ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν ο σύζυγός της, μα εκείνη... δεν θυμόταν τίποτα γι' αυτόν. Τίποτα! "Σκέψου το καλό σου παιδί μου..." άρχισε πάλι τα κόλπα της η Ερμιόνη ή Έρη, όπως ήθελε να την φωνάζουν, και έκανε τον Ερμή να τρίξει με πείσμα τα δόντια του. "Το καλό και η θέση του παιδιού σου είναι δίπλα στον άνδρα της!" πήρε θέση ο κυρ Ανέστης μα ο Ζαχαρίας του έριξε ένα θανατηφόρο βλέμμα και τον έκανε να σωπάσει. Ο Ερμής έβλεπε την Φωτεινή του ζορίζεται... τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει και κοιτούσε γύρω της σχεδόν τρομοκρατημένη. "Νομίζω θα γυρίσω σπίτι... με τον... Ερμή..." είπε σιγανά, κάνοντας την Ερμιόνη με τον Ζαχαρία να αφήσουν μια κοφτή ανάσα, και τον Ερμή να χαλαρώσει αφήνοντας ένα αθόρυβο αναστεναγμό. Η μητέρα της δεν το έβαλε κάτω..."Μωρό μου.. θα μπορούσες να έρθεις να πάμε στην Αθήνα, να βρούμε κάποιον καλό νευρολόγο να μας πει για την περίπτωσή σου, και όταν με το καλό..." "Ερμιόνη το παιδί μίλησε!" την διέκοψε ο κυρ Ανέστης και το χαμόγελο πάγωσε στο πρόσωπό της. Τα μάτια της Φωτεινής έψαξαν τα δικά του... η ανακούφιση και η χαρά ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του, και μια ζεστασιά απλώθηκε μέσα της. 'Για να τον παντρεύτηκα... τον ερωτεύτηκα πρώτα...' σκέφτηκε σιωπηλά και ακολούθησε τον Ερμή προς την έξοδο.

Της άνοιξε την πόρτα και στάθηκε στο πλάι κάνοντάς της χώρο να περάσει. Η Φωτεινή, αμίλητη καθόλη την διαδρομή μέχρι το σπίτι τους στο μικρό χωριό του Βόλου, τον προσπέρασε και μπήκε διστακτικά στο σπίτι. Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο χώρο... τα πάντα έδειχναν τακτοποιημένα, το τζάκι άναβε δίνοντας μια θαλπωρή στο δωμάτιο, το φθινοπωρινό εκείνο βράδυ. Άκουσε πίσω της να κλείνει η πόρτα και αμέσως μετά ένιωσε τον Ερμή να στέκεται δίπλα της. "Καλώς όρισες Φωτεινή..." της είπε σιγανά και προχώρησε προς το τζάκι σκαλίζοντας τα αναμμένα ξύλα. "Το άναψε ο Χάρης.. πέρασε νωρίτερα από εδώ" σχολίασε μα μόλις είδε το ερωτηματικό στο βλέμμα της συνέχισε απαλά "ο Χάρης είναι ο αδελφός μου, είναι παντρεμένος με την Βασιλική, έχουν δύο παιδιά, την Ανθή, πέντε χρονών, και τον Πάνο σχεδόν ενός έτους". Η Φωτεινή έγνεψε καταφατικά πλησίασε έναν σκαλιστό μπουφέ χαζεύοντας μερικές φωτογραφίες πάνω του. Τις κοιτούσε προσεκτικά, παλεύοντας μέσα της για τις χαμένες της αναμνήσεις μα ο Ερμής δεν έκανε καμία κίνηση να την πλησιάσει... καμία κίνηση να την βοηθήσει. Δεν ήθελε να νιώσει πίεση, θα την άφηνε να ζητήσει βοήθεια όταν εκείνη θα ήταν έτοιμη. Άλλωστε οι οδηγίες του Νίκου ήταν σαφής "όταν νιώσει έτοιμη εκείνη θα το καταλάβεις... μην την ζορίσεις...". Έφυγε από τον μπουφέ και προχώρησε προς το άνοιγμα της κουζίνας, κοιτούσε γύρω της σαν να ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν εκείνο το σπίτι, και όχι η φωλιά της τα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια. "Ήμουν καλή μαγείρισσα;" τον ρώτησε ξαφνικά και έκανε τον Ερμή να χαμογελάσει πλατιά. "Την αλήθεια;" ανασήκωσε το ένα φρύδι και την πλησίασε αργά. Στάθηκε πίσω από τον πάγκο και την κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν "για μένα η καλύτερη..." απάντησε και τα μάγουλά της κοκκίνισαν από ντροπή. Χαμογέλασε αχνά και του γύρισε απότομα την πλάτη. Έκανε δήθεν ότι κοιτούσε προς το παράθυρο της κουζίνας μα προσπαθούσε να ηρεμήσει, να καταλαγιάσει τους χτύπους της καρδιάς της.

Όταν ο έρωτας ξυπνά...Where stories live. Discover now