"...δεν είμαι η γυναίκα σου..." 15

6.2K 569 32
                                    


 "... Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις...
" Κ.Κ.

Όλη μέρα ο Ερμής καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Στριφογύριζε μέσα στο σπίτι άσκοπα, και στο εργοστάσιο δεν πήγε καθόλου. Το μυαλό του ήταν κολλημένο στην Φωτεινή και στο βραδινό τους ραντεβού. Αναρωτιόταν τι να έκανε... ποιον έβλεπε... που πήγαινε μέσα στην μέρα και η ζήλια τον έπνιγε σαν θηλιά στον λαιμό. Ζήλευε και δεν δίσταζε να το παραδεχτεί στον εαυτό του. Η Φωτεινή ήταν η γυναίκα του, και την ήθελε κοντά του. Του πήρε καιρό για να την κερδίσει, και απλά ήλπιζε να μην χρειαζόταν να περιμένει κι άλλο.

Στις εννέα ακριβώς ο Ερμής βρισκόταν έξω από το πατρικό της. Προτίμησε να μην κατέβει από το αμάξι, κόρναρε μια φορά και την περίμενε να βγει Πέντε λεπτά αργότερα άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και η Φωτεινή σχεδόν τρέχοντας έφτασε μέχρι το αυτοκίνητο του Ερμή. Την είδε αναστατωμένη και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της. "Τι τρέχει μωρό μου;" την ρώτησε απαλά πιάνοντάς της το χέρι, μα εκείνη την στιγμή η φιγούρα της Ερμιόνης πρόβαλε στη πόρτα. Με θυμωμένο ύφος κοιτούσε προς την πλευρά της, και ο Ερμής κατάλαβε. Ο πόλεμος που του είχαν κηρύξει οι γονείς της δεν είχε σταματημό. Αυτός ο ψυχολογικός πόλεμος ήταν ο χειρότερος...

Ξεκίνησε το αμάξι και χωρίς να πει κουβέντα απομακρύνθηκε βιαστικά από εκεί. Έσφιξε με δύναμη το τιμόνι μέχρι που οι κλειδώσεις του άσπρισαν. Την άκουσε να αναστενάζει ελαφρά και ένιωσε το βλέμμα της πάνω του. Κράτησε τα μάτια του στον δρόμο μα το μυαλό του σε κείνη. "Ξέρεις ότι μπορείς να γυρίσεις όποτε θέλεις σπίτι μας έτσι;" την ρώτησε χωρίς να την κοιτάξει, ελπίζοντας να το σκεφτεί σοβαρά και να την έχει και πάλι κοντά του. "Το ξέρω" μουρμούρισε άχρωμα η Φωτεινή και γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρό της.

Έμεινε για λίγο ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του. Ο Ερμής θύμωσε με τον εαυτό του, γιατί αλλιώς περίμενε την βραδιά και αλλιώς εξελισσόταν. Δεν ήθελε να μπαίνουν τρίτοι ανάμεσά τους... ούτε καν στην σκέψη τους... Οδηγούσε χωρίς να μιλάνε, εκείνος προσηλωμένος στον δρόμο και στα σχέδια του, και η Φωτεινή χαζεύοντας την διαδρομή μέσα στα βουνά. Απομακρύνθηκαν αρκετά από τον Βόλο και γρήγορα ο δρόμος τους οδήγησε προς την θάλασσα. Βρέθηκαν σε μια ερημική παραλία και μόλις πάρκαρε το αυτοκίνητό του, άκουσε την Φωτεινή να τον ρωτά "Τι είναι εδώ;" με φωνή που ίσα που ακούστηκε κοιτώντας γύρω της ανήσυχη. Ο Ερμής έβαλε το χέρι πάνω στο πόδι της και φυλάκισε το βλέμμα της στο δικό του. "Εδώ σε έφερα στο πρώτο μας ραντεβού Φωτεινή" της είπε αργά και έψαχνε στο πρόσωπό της για οποιοδήποτε σημάδι, οτιδήποτε που θα φανέρωνε κάποιο συναίσθημα.

Όταν ο έρωτας ξυπνά...Where stories live. Discover now