"... κι οι δυο μαζί..." 41

13.8K 674 101
                                    

"...Πουθενά δέν πάω ,μ'ακους  Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ'ακούς..." Ο. Ελύτης

"Σ' αγαπώ Ερμή.." την άκουσε να λέει και τινάχτηκε απότομα από το κρεβάτι. "Τι είπες;" την ρώτησε ξανά, λες και είχε παρακούσει. Εκείνη με κόπο ανασηκώθηκε και τον κοίταξε ευθεία στα μάτια. Μάτια που λαμπύριζαν από πόθο τον κοίταζαν τόσο έντονα που της κοβόταν η ανάσα. Μα πως μπόρεσε να αμφιβάλει; Πως μπόρεσε να αμφισβητήσει την αγάπη του έστω και για λίγο; Σε κάθε της δυσκολία εκείνος βρισκόταν εκεί, όποτε τον χρειάστηκε στο πλευρό της βρισκόταν πριν καν τον αναζητήσει. Σε τι μπελάδες μας έβαλα αγάπη μου; αναρωτήθηκε σιωπηλά κλείνοντας για λίγα λεπτά τα μάτια.

"Φωτεινή;" την επανέφερε σχεδόν αμέσως ο Ερμής. "Τι είπες; Τι είπες μόλις τώρα;" η αγωνία φαινόταν στο πρόσωπό του και το αίμα κυλούσε καυτό στις φλέβες του. "Σ' αγαπώ" ψιθύρισε εκείνη και του χαμογέλασε αχνά. "Μην παίζεις μαζί μου Φωτεινή" της απάντησε σχεδόν ξεψυχισμένα και τα μάτια του σκοτείνιαζαν σαν την νύχτα έξω. "Σ' αγαπώ!" του είπε και πάλι πιο δυνατά και στάθηκε μπροστά του. Ο Ερμής δεν κουνήθηκε. Τα πόδια του λες και δεν υπάκουαν στις διαταγές του μυαλού, είχαν ακινητοποιηθεί στο ίδιο σημείο. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που για μια στιγμή νόμιζε ότι θα πεταγόταν έξω. "Φωτεινή... θυμήθηκες;" η ερώτησή του σαν να την ξύπνησε και το ύφος της άλλαξε. "Τόσο πολύ σε ενοχλεί αυτό Ερμή;" απάντησε σχεδόν εκνευρισμένη. "Όχι δεν θυμήθηκα... μα εάν αυτό είναι εμπ..." με μια κίνηση της έκλεισε το στόμα με το δικό του. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και νοερά της υποσχέθηκε ότι από εκεί δεν θα έβγαινε ποτέ ξανά. "Μωρό μου! Αγάπη μου!" της ψιθύριζε ανάμεσα από τα φιλιά τους, ενώ τα χέρια του έκαναν την αναγνωριστική τους βόλτα στο κορμί της.

Σαν τον διψασμένο που βρίσκει νερό, σαν τον τυφλό που βρήκε το φως του ένιωθε... Λαχταρούσε το σώμα της τόσο έντονα που φοβόταν να την αγγίξει. Την παρέσυρε στο κρεβάτι, και προσπάθησαν να χορτάσουν την πείνα τους.

------------------------------------------------------------------------------------------------------

"Ρε Ερμή! Ο γιος σου θέλει άλλαγμα!" η φωνή του Χάρη ακούστηκε από την άλλη άκρη της αυλής. Ο αδερφός του παράτησε την ψησταριά βάζοντας τον πατέρα του στην δική του θέση και πήγε γελώντας προς τον Χάρη. "Συνηθισμένος δεν είσαι; Κάνε μια καλή πράξη!" τον πείραξε κοιτώντας τον να κάνει μορφασμούς αηδίας. Πήρε αγκαλιά τον γιο του και προχώρησαν προς το σπίτι, όπου βρήκαν την Βασιλική με την Ανθή να ετοιμάζουν διάφορες λιχουδιές στην κουζίνα. "Η Φωτεινή;" τις ρώτησε ψάχνοντάς την γύρω του. "Α το αγοράκι μου!" η φωνή της κυρίας Νανάς ακούστηκε από την πόρτα και πήρε στην αγκαλιά της τον μικρότερο εγγονό της. "Πω πω αρώματα! Πάμε να σε αλλάξει η γιαγιάκα" είπε γλυκά και χάθηκε στο βάθος του σαλονιού. "Που πήγε η Φωτεινή Βασιλική;" ξαναρώτησε σμίγοντας τα μάτια του, καθώς δεν την έβλεπε πουθενά. "Πάνω πήγε!" πετάχτηκε η Ανθή, κι αφού της άφησε ένα φιλί στο μάγουλο έτρεξε προς την σκάλα.

"Φωτεινή!" της φώναζε καθώς ανέβαινε μα απάντηση δε έπαιρνε και έκανε την ανησυχία του να χτυπήσει κόκκινο. "Μωρό μου!" στάθηκε έξω από το μπάνιο κι έβαλε το αυτί του πάνω στο ξύλο της πόρτας. Σιγανά αναφιλητά ακουγόταν από μέσα και απευθείας το μυαλό του θόλωσε κι έσπρωξε με δύναμη την πόρτα να ανοίξει. Την είδε καθισμένη στα πλακάκια σε άθλια κατάσταση, με μάτια κόκκινα και σημάδια από δάκρυα στο πρόσωπό της. "Γαμώτο Φωτεινή! Τι έγινε;" με φωνή που φανέρωνε τον τρόμο του προσπάθησε να την συνεφέρει. Εκείνη δεν τον κοιτούσε, κρατούσε χαμηλά το βλέμμα της κι έκλαιγε σιγανά. "Τι έγινε βρε μωρό μου... με φοβίζεις" της είπε σιγανά και την τράβηξε στην αγκαλιά του. "Ήρθαν όλα Ερμή" είπε σιγανά ανάμεσα στα αναφιλητά της. Την κοίταξε περίεργα κι έδειχνε να μην καταλαβαίνει για μια στιγμή. "Γύρισαν όλα πίσω... στην θέση τους... στο μυαλό μου... τα βλέπω όλα τώρα Ερμή...". Η ανησυχία φώλιασε μέσα του και την κράτησε πιο σφιχτά πάνω του. "Σε θυμάμαι... θυμάμαι την πρώτη φορά που σε είδα... θυμάμαι το πρώτο σου φιλί... το χαστούκι που σου έδωσα... τα θυμάμαι όλα!" είπε πιο έντονα και καινούριος χείμαρος δακρύων εγκατέλειψε τα μάτια της. Ο Ερμής είχε χάσει τα λόγια του. Δεν ήξερε τι να της πει, δεν ήξερε εάν έπρεπε να την παρηγορήσει... φοβόταν... Κάθε καινούρια αλλαγή στην ζωή τους, τον τρόμαζε. "Θυμάμαι πόσο σ'αγαπούσα Ερμή... Απλά χαίρομαι που τελικά δεν έκανα την λάθος επιλογή..." του εκμυστηρεύτηκε και τα χείλη του βρήκαν αμέσως τα δικά της.

"Το φαγητό είναι έτοιμο!" ακούστηκε η φωνή του κυρ- Παναγιώτη ανακατεμένη με τα γέλια και τα παιχνίδια των παιδιών. "Θέλεις να κατέβουμε; Εάν δεν νιώθεις καλά..." ξεκίνησε να της λέει, μα τα χείλη της κόλλησαν και πάλι στα δικά του. "Μου έλειψες μωρό μου... μου έλειψες τόσο πολύ..." του είπε σιγανά και τα χέρια της χώθηκαν κάτω από την μπλούζα του. "Είμαι εγώ Ερμή... εγώ... η Φωτεινή που είχες γνωρίσει και τότε... η Φωτεινή που ερωτεύτηκες... η Φωτεινή που παντρεύτηκες..." η φωνή της τον ερέθιζε, τα χέρια της του έβαζαν φωτιά και τα λόγια της του έφερναν δάκρυα στα μάτια από ευτυχία. "Στο διάβολο το φαγητό..." μουρμούρισε, την σήκωσε στην αγκαλιά του και την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά τους...

Όμορφο πράγμα ο έρωτας....

...ειδικά όταν ο έρωτας ξυπνά μετά απο τον λήθαργο...


Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ'ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ'ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ'ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ'ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ'εγώ πού φωνάζω κι είμ'εγώ πού κλαίω,μ'ακούς
Σ'αγαπώ,σ'αγαπώ,μ'ακούς...

Όταν ο έρωτας ξυπνά...Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora