"...η νύχτα..." 23

5.5K 517 22
                                    


"...Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο...Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά...Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική...Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα...Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή..." Ο.Ε. 



Από εκείνη την ημέρα λες και κάποιος τους καταράστηκε όλα πήγαιναν στραβά. Η Φωτεινή δεν έφυγε λεπτό από το πλευρό του παππού της. Αναμμένο κερί στεκόταν δίπλα του, παρακαλώντας τον να επιστρέψει σε κείνη, να συνέλθει, να τον έχει ξανά κοντά της. Ο πόνος που ένιωθε ήταν βαθύς, ένα κομμάτι της ζωής της έλειπε από την μνήμη της, μα ένα άλλο μεγαλύτερο, με πρωταγωνιστή τον αγαπημένο της παππού, υπήρχε εκεί, να την φωτίζει, να της δείχνει τον δρόμο σε κάθε δυσκολία. Δεν άντεχε στην σκέψη ότι θα μπορούσε να τον χάσει, ότι εκείνο το φως που την φώτιζε θα έσβηνε για πάντα.

Ο Ερμής διακριτικά στεκόταν στο πλάι, πάντα διαθέσιμος για την γυναίκα του, πάντα έτοιμος να την στηρίξει, να την βοηθήσει, να την αγκαλιάσει. Μα ο φόβος είχε τρυπώσει μέσα του και δεν τον άφηνε να πάρει ανάσα. Ένιωθε να πνίγεται με τις τελευταίες εξελίξεις. Δεν ήθελε άλλες αλλαγές στην ζωή της Φωτεινής. Αρκετά είχε περάσει η γυναίκα του, και αυτό ήταν το τελευταίο που ήθελε να συμβεί. Τα αρπαχτικά βρισκόταν εκεί... δεν έφευγαν... με τρόπους ύπουλους και βλέμμα που έσταζε μίσος για τον γαμπρό τους, αγκάλιαζαν την κόρη τους και δηλητηρίαζαν αργά αργά την ψυχή και το μυαλό της.

Πέντε μέρες άντεξε ο παππούς της. Πέντε μέρες πάλευε, μα ο ταλαιπωρημένος του οργανισμός τον πρόδωσε. Έφυγε ήρεμος στην αγκαλιά της αγαπημένης του εγγονής και το σπαρακτικό της κλάμα βυθιζόταν σαν μαχαίρι στην καρδιά του Ερμή.

Η απώλεια ενός προσώπου που αγαπάμε είναι μεγάλο χτύπημα... Νιώθουμε χαμένοι, πληγωμένοι... ίσως και προδομένοι. Ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας θάβεται και μας μένουν μόνο οι αναμνήσεις. Μα πάντα... πάντα μέσα μας υπάρχει το γιατί, πάντα μέσα μας υπάρχουν λέξεις.. λόγια που δεν καταφέραμε, λόγια που δεν προλάβαμε να πούμε.

Η κηδεία έγινε, και λόγια παρηγοριάς δεν υπήρχαν. Το κλάμα μούσκευε τα μάγουλα, η θλίψη παραμόρφωνε τα πρόσωπα. Δεν άντεχε να βλέπει την γυναίκα του τόσο χάλια. Δεν το άντεχε και μέσα του πονούσε διπλά γι αυτό. "Πάμε μωρό μου... πάμε σπίτι μας..." της είπε τρυφερά κρατώντας την από τους ωμους μόλις τελείωσε η τελετή. Η Φωτεινή κοντοστάθηκε και κοίταξε αόριστα μπροστά της. "Ίσως πρέπει... ίσως να πρέπει να πάω λίγο από τους δικούς μου, από το σπίτι. Η μητέρα μου είναι χάλια Ερμή, δεν θέλω να την αφήσω μόνη της" του είπε και έκανε νόημα στους γονείς της που επιβιβαζόταν στο αμάξι τους. "Φωτεινή..." σιγοψιθύριζε ηττημένος εκείνος με τον φόβο να φωλιάζει ακόμα πιο βαθιά μέσα του. "Θα σε πάρω τηλέφωνο Ερμή" τον φίλησε απαλά στο μάγουλο και απομακρύνθηκε από κοντά του, με τους ώμους σκυφτούς. Την είδε να μπαίνει στο αμάξι, και μπόρεσε να διακρίνει καθαρά το μειδίαμα στα χείλη της πεθεράς του καθώς το αυτοκίνητο περνούσε από μπροστά του. "Γαμώτο..." έβρισε σιγανά κι έριξε μια ματιά στον αδερφό του που στεκόταν πιο πίσω του. "Σκατά όλα ρε Χάρη πάλι... σκατά από την αρχή..." του είπε κι έτριψε με δύναμη τα μάτια του. "Είναι ακόμα σοκαρισμένη... δως της λίγο χρόνο" τον συμβούλεψε ήρεμα, "το ότι πήγε μαζί τους δεν σημαίνει ότι δεν θέλει να είναι με εσένα, γίνεσαι παράλογος". Ο Ερμής κούνησε το κεφάλι του, "μακάρι να γίνομαι παράλογος, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο φοβάμαι όταν βρίσκονται μαζί της... της δηλητηριάζουν το μυαλό ρε Χάρη... και ειδικά τώρα που είναι ευάλωτη, ο στόχος τους είναι πιο εύκολος" είπε με φανερό εκνευρισμό στην φωνή του και έχωσε τα χέρια στις τσέπες. Ο αδερφός του τον χτύπησε στον ώμο και προχώρησε μαζί του "μην το βάζεις τόσο εύκολα κάτω... εσύ είσαι ο άντρας της, μόνο εάν το επιτρέψεις εσύ θα την χάσεις".

Μπήκε στο αμάξι του, οδηγώντας άσκοπα στους δρόμους της πόλης, την στιγμή που το μυαλό του έτρεχε σε κείνη. Πως θα την προστάτευε, πως θα την απομάκρυνε από τους γονείς της, από τους εχθρούς τους; Έπρεπε να μάθει την αλήθεια κάποια στιγμή, έπρεπε να μάθει τι καθάρματα είχε για γονείς, και πως προσπάθησαν να την χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους. Μα ήταν σίγουρος, ότι όταν η Φωτεινή θα μάθαινε την αλήθεια, αυτόματα θα σήμαινε το τέλος του γάμου τους. Θα πληγωνόταν τόσο που δεν θα το άντεχε. Γι αυτό τους φοβόταν... γι ' αυτό δεν τους ήθελε κοντά της, γιατί ήταν τόσο αδίστακτοι που δεν θα σταματούσαν πουθενά. Ούτε στο να πληγώσουν την κόρη τους, για να εκδικηθούν εκείνον. Δεν ήθελε η Φωτεινή του να ακούσει την παραποιημένη τους αλήθεια, δεν ήθελε να ακούσει τα ψέματα τους. Πως θα την έπαιρνε μακριά τους, πως θα την προστάτευε από τα θηρία, όταν ούτε και η ίδια δεν τα αναγνώριζε;

Βγήκε από το αμάξι του κι αντί να κατευθυνθεί προς το σπίτι, τα βήματά του τον οδήγησαν στην κοντινή παραλία. Έριχνε συνέχεια ματιές στο κινητό του περιμένοντας ένα τηλεφώνημά της, να ακούσει την φωνή της να του λέει 'σ' αγαπώ' να τον καθησυχάσει, να διώξει τους φόβους του. Μα αυτό έμενε σιωπηλό, λες και σκοπός του ήταν να τον απογοητεύσει ακόμα περισσότερο. Μόνο ο ήχος από τα κύματα της θάλασσας τον συντρόφευαν, μόνο εκείνα που έγλυφαν την άμμο μπροστά στα πόδια του. Ο άνεμος έφτανε την αλμύρα μέχρι το πρόσωπό του και την ανακάτευε με τα δάκρυά του. Έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη του και σιγοψιθύρισε κουρασμένα "Αχ κυρ- Ανέστη...". 

Όταν ο έρωτας ξυπνά...Where stories live. Discover now